Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Δικαστήριο: ΕΦΕΤΕΙΟ Τόπος: ΛΑΡΙΣΗΣ Αριθ. Απόφασης: 296 Ετος: 2016

Περίληψη

Αρχές λειτουργίας Εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κατά τον Κώδικα δεοντολογίας.

Αδικοπρακτική ευθύνη τράπεζας αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή επενδυτή στους κινδύνους επιλογών και δεν ενημερώνει με σαφήνεια για τις αποδόσεις προτεινομένων τίτλων. Τα «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας» ή «διηνεκή» ή «αιώνια» συνιστούν ομολογίες που εκδίδονται ως αξιόγραφα επί σύναψης ομολογιακού δανείου από ανώνυμη εταιρία ή κράτος και παρέχουν στον κομιστή δικαίωμα απόληψης συμβατικών (υψηλών) τόκων, όχι όμως και επιστροφής της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους, ενώ ο εκδότης διατηρεί δικαίωμα μονομερούς ανάκλησης αυτών ελεύθερα. Χαρακτηρισμός άνω τίτλων ως υβριδικών, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες με τα ομόλογα ομολογιακών δανείων αλλά δεν ταυτίζονται. Δεν είναι απλά επενδυτικά προϊόντα, διό οι συναφείς ανώνυμες εταιρίες επενδυτικών υπηρεσιών έχουν αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του επενδυτή, καθόσον η χρήση και κυκλοφορία ως ομολόγων ομολογιακού δανείου αποδίδει ψευδή εικόνα, ικανή να παραπλανήσει και τον βαθυγνώστη επενδυτή. Συνυπολογισμός ωφέλειας και ζημίας, κατ' ένσταση. Όταν ο υπόχρεος αποζημίωσης είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, μπορεί να μην δικαιολογείται κατά την καλή πίστη ο συνυπολογισμός ωφέλειας στη ζημία, μήτε το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος Οι τόκοι και το ειδικό μέρισμα που έλαβαν οι ενάγοντες ως απόδοση χρεογράφων είναι μεν κέρδος εξ ειδικών τίτλων, όχι όμως από τη ζημία τους εξαιτίας της απώλειας κεφαλαίου τους αλλά από την παραχώρηση αυτού στην τράπεζα που το εκμεταλλεύθηκε, διό δικαιούνται να το κρατήσουν ως απότοκο της σύμβασης. Συντρέχον πταίσμα εναγόντων στην έκταση της ζημίας αφού καίτοι είχαν ενημερωθεί για την κακή πορεία επενδύσεων και την συμφέρουσα, ενόψει οικονομικής κρίσης, πρόταση της εκδότριας για προαιρετική εξαγορά τίτλων τους στο 40% της ονομαστικής αξίας, ουδέν έπραξαν για περιορισμό της ζημίας.

Κείμενο Απόφασης
ΜονΕφΛαρ 296/2016

  1. Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις των εναγόντων και της εναγομένης, που, αντίστοιχα, ηττήθηκαν και νίκησαν εν μέρει, κατά της υπ’ αριθ.102/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκαν νομότυπα, με κατάθεση των σχετικών δικογράφων στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου κώδικα, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, τασσομένης προθεσμίας των τριών ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση αυτής. Επιπλέον, για το παραδεκτό τους, προκαταβλήθηκαν από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεσή τους, τα οριζόμενα από το άρθρο 495 παρ, 4, εδ. α και β ΚΠολΔ, παράβολα, σύμφωνα με τις από 5-11-2015 και 9-12-2015 βεβαιώσεις του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Πρέπει, επομένως, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 511, 513 παρ.1β,516 παρ. 1 και 517 του ΚΠολΔ οι εφέσεις, να γίνουν τυπικά δεκτές και αφού διαταχθεί η συνεκδίκασή τους, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους (άρθρα 524 και 246 ΚΠολΔ), να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων τους κατά την ίδια διαδικασία (533 παρ.1 του ΚΠολΔ).
  2. Οι ενάγοντες (ήδη εκκαλούντες και εφεσίβλητοι) με την 91/27-2-2013 αγωγή τους προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας, ισχυρίσθηκαν ότι επιθυμούσαν μια συντηρητική και μη επίφοβη για το κεφάλαιό τους επένδυση, παρά την οιανδήποτε κερδοφόρα απόδοση, στοιχείο που είχαν γνωστοποιήσει στους υπαλλήλους της εναγομένης Τράπεζας. Ότι, στις 31/03/2006, επένδυσαν το ποσό των 188.000,00 ευρώ, σε προθεσμιακά προϊόντα που τους πρότεινε -διά των επενδυτικών της συμβούλων, διευθυντών και τραπεζικών υπαλλήλων- η εναγομένη Τράπεζα, με τη συμφωνία να τους καταβάλλεται τόκος με συγκεκριμένο ετήσιο επιτόκιο που κατόπιν θα αναπροσαρμοζόταν, με επιπλέον δυνατότητα αναλήψεως -σε πρώτη ζήτηση- ολόκληρου του κεφαλαίου, που θα τελούσε υπό την εγγύηση της εναγομένης Τράπεζας. Ότι, περί τα τέλη Ιουνίου 2011, ενημερώθηκαν για πρώτη φορά από την εναγομένη ότι είχαν αγοράσει -κατά τα τέλη Μαρτίου 2006- τίτλο της A. G. J.(perpetual), με ημερομηνία λήξεως την 18/02/2049. Ότι προέβησαν σε διαμαρ¬τυρίες προς την εναγομένη Τράπεζα, καθ' όσον το κεφάλαιό τους επενδύθηκε χωρίς ενημέρωση και προειδοποίηση ούτε έγκριση ούτε προφορική ή γραπτή συμφωνία, άλλως παραπλανώμενοι με απατηλές υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις. Ότι η εν λόγω συμπεριφορά της εναγομένης Τράπεζας -διά των αρμοδίων οργάνων της- αντιβαίνει στο Νόμο και στους κανόνες της καλής πίστεως, καθ' όσον υπαίτια απέκρυψε αφενός την ακριβή φύση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επενδυτικών προϊόντων που παρουσιάζονταν ως προθεσμιακές καταθέσεις για λογαριασμό της εναγομένης Τράπεζας και δη με μηδενικό ρίσκο και αφετέρου το ότι τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα δεν ήταν δικής της εκδόσεως και εγγυήσεως ούτε όμως και επιλογής των εναγόντων. Ενόψει τούτων, ως παραδεκτώς όλα τα επιμέρους αγωγικά αιτήματά τους μετατράπηκαν εξ ολοκλήρου σε έντοκα αναγνωριστικά (με δήλωση στο ακροατήριο των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις τους), οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να τους καταβάλει ως αποζημίωση -για την αποκατάσταση της θετικής τους ζημίας συνεπεία της αδικοπρακτικής και ζημιογόνου συμπεριφοράς της- το συνολικό ποσό των 188.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την 01/07/2011, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και το ποσό των 20.000,00 ευρώ σε έκαστο εκ αυτών για την ηθική τους βλάβη, νομιμοτόκως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, ήτοι ζητείται το κατά τα ανωτέρω συνολικό ποσό των 248.000,00 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 346, 914, 922, 932 Α.Κ., πλην του αιτήματος καταβολής τόκων σε χρόνο προγενέστερο της επιδόσεως της κρινόμενης αγωγής, το οποίο έκρινε απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι δεν υφίσταται αντίστοιχη δήλη ημέρα ή όχληση της εναγομένης σε καταβολή του αιτούμενου ποσού αποζημιώσεως, δέχθηκε κατά ένα μέρος αυτή ως βάσιμη και κατ` ουσίαν, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στους ενάγοντες, το συνολικό ποσό των 87.886,00 ευρώ, ως αποζημίωση και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της άνω απόφασης, παραπονούνται με τις αντίθετες εφέσεις τους οι διάδικοι, για τους περιεχόμενους σ` αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, οι μεν ενάγοντες με σκοπό να γίνει καθ’ ολοκληρία δεκτή η ένδικη αγωγή τους, η δε εναγομένη με σκοπό να απορριφθεί καθ’ολοκληρία η σε βάρος της αγωγή.
  3. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/ 340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του Ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 Ν. 3606/2007) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς." ... Τρίτη αρχή: "Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές." Τέταρτη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς." ...Έβδομη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς". Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. ʼλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ. Περαιτέρω, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα "perρetual bonds" δηλαδή "ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας", άλλως, "διηνεκή" ή "αιώνια" ή "αόριστης διάρκειας", ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος, και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαίωμα απόληψης των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Οι τίτλοι αυτοί, παρέχουν μεν στον κομιστή, (ο οποίος καταβάλει στον εκδότη κατά την κτήση τους την ονομαστική τους αξία), δικαίωμα απόληψης των ανωτέρω τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, κατ’ ελεύθερη αυτού βούλησή του. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους (ΑΠ 244/2016,ΑΠ 1738/2013, ΑΠ 446/2010,ΕφΑθ 1244/2016, ΕφΒορΑιγ 84/2015,ΕφΑθ 4348/2008 ΤΝΠ Νόμος).
  4. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη, πρακτικά συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, εκτιμώμενες κάθε μια χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, ανάλογα με το λόγο γνώσης και την αξιοπιστία κάθε μάρτυρα και από όλα γενικά τα έγγραφα, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο, για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς (AΠ 1697/2010, ΑΠ 187/201 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006. 173, ΕφΑθ 395/2010 ΕΔΠ 2010. 137), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: O πρώτος ενάγων, (ηλικίας 78 ετών, απόφοιτος της δευτέρας δημοτικού και συνταξιούχος χοιροτρόφος), ήταν πελάτης της εναγομένης Τράπεζας ήδη από το έτος 2000 και σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρος της τελευταίας υπαλλήλου της Θ. Μ., είχε επενδύσει το 2004 στην A. Bank σε ρώσικα ομόλογα υψηλού κινδύνου. Κατά το έτος 2006, ο πρώτος ενάγων, ενεργώντας και για λογαριασμό των λοιπών εναγουσών, θυγατέρων του, αποφάσισε να επενδύσει τα χρηματικά ποσά που διέθετε σε κοινό λογαριασμό με αυτές στην εναγομένη Τράπεζα, ούτως ώστε το μεν κεφάλαιό τους να είναι απολύτως εξασφαλισμένο, να έχει δε μια σταθερή απόδοση τόκων και να έχουν τη δυνατότητα να λάβουν το κεφάλαιο τους σε ορισμένο και όχι μακρύ χρονικό διάστημα (βλ. κατάθεση μάρτυρος εναγόντων). Έτσι, απευθύνθηκε στην εναγομένη Τράπεζα και τον Μάρτιο του 2006 συναντήθηκε με τον αρμόδιο για τις επενδύσεις υπάλληλο της, μάρτυρα Θ. Μ., αλλά και άλλους υπαλλήλους της, στους οποίους εξέθεσε την επιθυμία του αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο θα επιθυμούσε να προβεί στην επένδυση των χρημάτων του. Ο άνω υπάλληλος, ισχυρίζεται ότι ο πρώτος ενάγων του ζήτησε επενδύσεις με μεγαλύτερη απόδοση από τα χρήματα στεγαστικού δανείου που είχε σκοπό να λάβει από την εναγομένη, ώστε το δάνειο να είχε χαμηλότερο επιτόκιο. Για το ποσό των 300.000 ευρώ ο παραπάνω υπάλληλος από κοινού με άλλους υπαλλήλους της εναγομένης, του πρότεινε δεκαετές συμβόλαιο με επιτόκιο 6,5% με πιθανότητα ανάκλησης απ’ την Τράπεζα και για το ποσό των 160.000 ευρώ του πρότεινε επένδυση στην A.Bank με απόδοση 7,5%,επειδή διέγνωσε από την προηγούμενη επένδυσή του σε ρώσικα ομόλογα ότι επρόκειτο για επενδυτή υψηλού ρίσκου (βλ. κατάθεση μάρτυρα εναγομένης). Βέβαια, παρότι ο εν λόγω μάρτυρας αναγνώρισε εν προκειμένω ότι η συγκεκριμένη επένδυση ήταν υψηλού ρίσκου, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι οι επίδικες ομολογίες, που θα αναφερθούν παρακάτω, κατατάσσονται στην κατηγορία μεσαίου κινδύνου, διότι είχαν αξιολογηθεί από τρείς παγκόσμιους οίκους και είχαν λάβει υψηλούς βαθμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης. Οι ενάγοντες, επέλεξαν τα παραπάνω προταθέντα από τους υπαλλήλους της εναγομένης επενδυτικά προϊόντα, πειθόμενοι ότι ανταποκρίνονταν στις προδιαγραφές τους, για ελάχιστο επενδυτικό κίνδυνο και αυξημένη απόδοση. Ακολούθως, ο πρώτος ενάγων, ενεργώντας και για λογαριασμό των λοιπών εναγουσών, συνήψε με την εναγομένη την με αριθμό 55/813193 σύμβαση εντολής χαρτοφυλακίου, περιέχουσα τους γενικούς όρους των τραπεζικών συναλλαγών (βλ. 55/813193 σύμβαση) και 1)στις 24/3/2006 έδωσε εντολή στην εναγομένη για αγορά ομολόγων (ουσιαστικής εκδόσεως) της εταιρίας EFG H. LTD αντί τιμήματος 300.000 ευρώ, ονομαστικής αξίας 300.000 ευρώ (βλ. από 24/3/2006 αίτηση αγοράς ομολόγων) η οποία και πραγματοποιήθηκε στις 30/3/2006 (βλ. και πληροφορίες κίνησης λογαριασμού) και 2) στις 28/3/2006 έδωσε εντολή στην εναγομένη για αγορά ομολόγων (ουσιαστικής εκδόσεως) της A. Bank- (perpetual), αντί τιμήματος 161.586 ευρώ, ονομαστικής αξίας 188.000 ευρώ, με απόδοση 6% έως 2/2010 και στη συνέχεια 3,25%-10%,η οποία(αγορά ομολόγου) η οποία και πραγματοποιήθηκε στις 31/3/2006 (βλ. από 28/3/2006 εντολή αγοράς και επιβεβαίωση συναλλαγής, καθώς και πληροφορίες κίνησης λογαριασμού). Η εξυπηρέτηση των εν λόγω συμβάσεων θα γινόταν με χρήση του με αριθμ. … κοινού τραπεζικού λογαριασμού των εναγόντων στην εναγομένη Τράπεζα. Στη συνέχεια, οι ενάγοντες συνήψαν στις 7/4/2006 με την εναγομένη Τράπεζα τη με αριθμ. … σύμβαση στεγαστικού δανείου, ποσού 278.000 ευρώ,25ετούς διάρκειας, για την εξασφάλιση του οποίου συνέστησαν υπέρ αυτής ενέχυρο επί των ως άνω ομολογιών.

    Υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες, οι οποίες προσδιορίζουν τη θέση εκάστου μέρους της υφιστάμενης ανάμεσα στους διαδίκους συναλλακτικής σχέσεως, η τελευταία δεν είχε τη μορφή της εκτελέσεως από τη διαπραγματευτικώς υπερέχουσα εναγόμενη τραπεζική εταιρεία της επενδυτικής επιλογής που απέδιδε αντίστοιχη απόφαση των εναγόντων, στην οποία να είχαν καταλήξει οι ίδιοι, αφότου ενημερωνόταν συναφώς από την αντισυναλλασσόμενή τους εναγομένη Τράπεζα. Αντιθέτως, αυτή μπορούσε, μέσω των υπαλλήλων της, να διαμορφώσει το περιεχόμενο όσων επιλογών εμφανίζονταν να προέρχονται από τους ενάγοντες, χωρίς να τους παρέχει όσες πληροφορίες ήταν απαραίτητες σ’ αυτούς, ώστε να δύνανται συνειδητώς να προτείνουν στην εναγομένη την κατάρτιση της προδιαληφθείσας συμβάσεως συμμετοχής τους στην έκδοση των ομολογιών. Ο πρώτος ενάγων, ως συνταξιούχος χοιροτρόφος ετών 78 και απόφοιτος της δεύτερης τάξης του δημοτικού σχολείου, ευρισκόταν εξάλλου εκτός του κύκλου όσων προσώπων ήταν σε θέση να κατανοήσουν και πολλώ μάλλον να συνδυάσουν και να αξιολογήσουν τους προειρημένους τίτλους της συμβάσεώς του με την εναγομένη, τα χαρακτηριστικά και τους επενδυτικούς κινδύνους των ομολογιών δίχως τη βοήθεια επενδυτικού συμβούλου, οπότε απέβαινε αναγκαία η αντικειμενική, πλήρης και σαφής προσυμβατική ενημέρωσή του από τους προειρημένους υπαλλήλους της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας. ʼλλωστε, οι ενάγοντες δεν ήθελαν επένδυση ρίσκου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, αλλά εξασφαλισμένο κεφάλαιο με απόδοση τόκων για την κάλυψη του ποσού του δανείου, ενώ ανέμεναν κατά τη λήξη της επένδυσης να λάβουν στο ακέραιο το ποσό της κατάθεσης. Ειδικότερα, θεωρούσαν ότι θα τους καταβαλλόταν τόκος με ετήσιο επιτόκιο και με επιπλέον δυνατότητα αναλήψεως -σε πρώτη ζήτηση- ολόκληρου του κεφαλαίου, που θα τελούσε υπό την εγγύηση της εναγομένης (βλ. κατάθεση μάρτυρα εναγόντων). Μέχρι και τις 20-2-1011, η παραπάνω επένδυση απέδιδε στους ενάγοντες μερίσματα-τόκους, ενώ, όπως ομολογούν οι τελευταίοι, περί τα τέλη Ιουνίου του 2011 πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά από άλλους επενδυτές ότι, λόγω της οικονομικής κρίσης, δεν ήταν δυνατή η απόδοση του κεφαλαίου της επένδυσής τους. Ακολούθως, απευθυνόμενοι στην εναγομένη, διαπίστωσαν ότι ο τίτλος της A. G.J. που είχε αγοραστεί , ανήκε στην κατηγορία των perpetual bonds, ότι επρόκειτο δηλαδή για "ομόλογα "ατελεύτητης διάρκειας", άλλως "διηνεκή" ή "αιώνια" ή "αόριστης διάρκειας" ομόλογα, τα οποία συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο συνάψεως ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρία ή ένα κράτος και παρέχουν στον κομιστή ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία δικαιώματα απολήψεως των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Έτσι, ο κομιστής ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση-επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς το σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε, ενώ ο τελευταίος, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως του ομολόγου, κατ’ ελεύθερη αυτού βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα επίδικα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν ήταν απλά στην σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα η παρέχουσα τις σχετικές επενδυτικές υπηρεσίες εναγομένη να υπείχε ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημερώσεως των εναγόντων επενδυτών, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους, στον οποίο σαφώς και δεν περιλαμβανόταν ο πρώτος ενάγων, ο οποίος μπορεί μεν να είχε κάποιες πιο εξειδικευμένες γνώσεις σε σχέση με τις γραμματικές του γνώσεις, την ηλικία και το επάγγελμά του, δεν ήταν όμως αυτές αρκετές ούτως ώστε να θεωρηθεί ως γνώστης του αντικειμένου, όπως αβάσιμα ισχυρίστηκε η εναγομένη. Η ρευστοποίηση των περί ων ο λόγος ομολογιών μπορούσε να πραγματοποιηθεί αποκλειστικά δια της πωλήσεώς τους στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά. Δεν συνιστούσαν επομένως προθεσμιακή κατάθεση, ούτε ασφαλές επενδυτικό προϊόν που να προσομοιάζει σε τέτοια, αλλά αμιγές επενδυτικό προϊόν, διότι η τοποθέτηση του κεφαλαίου του επενδυτή σε ομολογίες (perpetual bonds),δε χαρακτηριζόταν στην πραγματικότητα, επί τη βάσει των προπαρατεθέντων, από ορισμένη διάρκεια, σταθερό επιτόκιο, παρά μόνο για τα τέσσερα πρώτα χρόνια της επενδύσεως αυτής, περιοδική απόδοση τόκων, δεδομένης της προαναφερθείσας προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακυρώσεως από την εκδότρια της πληρωμής τόκων, καθώς και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, αφού η απόδοση της εν λόγω επενδύσεως είχε στην ουσία εξαρτηθεί από την οικονομική κατάσταση της εκδότριας τραπεζικής εταιρείας και κατ’ επέκταση τις επικρατούσες στην ελληνική και τη διεθνή οικονομία συνθήκες. Εξάλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες ενημερώθηκαν επαρκώς προσυμβατικά, με πλήρη ανάλυση των όρων και χαρακτηριστικών των κρίσιμων συνθέτων προϊόντων, καθώς και των τυχόν επενδυτικών κινδύνων εξ αυτών, αλλά αντίθετα αποδείχθηκε ότι δημιουργήθηκε σε αυτούς εντελώς εσφαλμένη εικόνα για την επένδυσή τους. Ήτοι τα προστηθέντα όργανα της εναγομένης εξ αμελείας τους δεν παρείχαν επαρκείς πληροφορίες στους ενάγοντες, για τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα υψηλού ρίσκου. Με τον ίδιο τρόπο, η εναγόμενη είχε υποχρέωση να ερευνήσει και να λάβει υπόψη τις ανάγκες των εναγόντων, σύμφωνα με τις οποίες ενδιαφέρονταν για άμεση ρευστοποίηση του κεφαλαίου τους βασιζόμενη σε βραχυπρόθεσμη επένδυση, στόχοι, οι οποίοι -με την επιλογή των άνω επενδυτικών προϊόντων- δεν μπορούσαν να επιτευχθούν. Έτσι, με τον τρόπο που ενήργησε η εναγομένη δια των προστηθέντων οργάνων της, παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, ως το περιεχόμενό τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 Α.Κ. Η παράλειψη αυτή της εναγόμενης ανάγεται -σύμφωνα με όσα στην μείζονα πρόταση εκτίθενται- στην καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως ενημερώσεως, διαφωτίσεως και παροχής κατάλληλης συμβουλής, ήτοι στην παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και η οποία (αμελής συμπεριφορά) συνιστά το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ. Εξάλλου, είναι προφανές ότι οι ως άνω πληροφορίες ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες και αναγκαίες για την επιλογή των εναγόντων και θα έπρεπε να τις γνωρίζουν. Οι υπάλληλοι της εναγομένης είχαν υποχρέωση με βάση τις επιταγές της καλής πίστεως, τα συναλλακτικά ήθη και τον Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, αφού διερευνήσουν το επενδυτικό προφίλ των εναγόντων, να τους χορηγήσουν επαρκείς πληροφορίες για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των επίδικων επενδυτικών προϊόντων και να τους ενημερώσουν για τους κινδύνους που συνεπαγόταν η αγορά τους. Από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι η εναγομένη Τράπεζα τήρησε, διά των προστηθέντων οργάνων της, τις υποχρεώσεις σαφούς πληροφόρησης και διαφώτισης των εντολέων της εναγόντων, τόσο κατά την έναρξη της επένδυσης, όσο και κατά τη διάρκεια αυτής και την επιβαλλόμενη από την καλή πίστη γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές και τις προστατευτικές των συμφερόντων του επενδυτή διατάξεις του ΚΔΕΠΕΥ. Στην εν λόγω περίπτωση επρόκειτο για ένα υψηλού κινδύνου χρηματοοικονομικό προϊόν, άγνωστο στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, συνδεόταν δε με σοβαρούς κινδύνους, καθώς ούτε οι αποδόσεις του ήταν εγγυημένες, ούτε το κεφάλαιο του σε περίπτωση που το επιθυμούσε πριν τη λήξη του ο πελάτης χωρίς απώλειες. Αν οι ενάγοντες γνώριζαν ότι προέβαιναν στην αγορά επενδυτικών προϊόντων με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, δεν θα προέβαιναν στην κατά τον παραπάνω τρόπο διάθεση του κεφαλαίου τους. Ούτε βέβαια συνιστά ενημέρωση η αποστολή από την εναγομένη στους ενάγοντες κάθε τρεις μήνες της συγκεντρωτικής θέσης πελάτη (βλ. σχετικά έγγραφα). Από την προπεριγραφείσα δε υπαίτια, παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά των προστηθέντων της εναγομένης Τράπεζας, η οποία δεν τήρησε τις υποχρεώσεις σαφούς πληροφόρησης και διαφώτισης των εναγόντων, την επιβαλλόμενη από την καλή πίστη γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές και τις προστατευτικές των συμφερόντων του επενδυτή διατάξεις του ΚΔΕΠΕΥ, οι ενάγοντες υπέστησαν, εκτός από την άνω αιτιωδώς συνδεόμενη με τη συμπεριφορά τους, υλική ζημία, αφού, όπως αποδεικνύεται, αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς τους τελευταίους της ενημέρωσης που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσουν την μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσουν οι ίδιοι εάν θα επιλέξουν την προτεινόμενη προς αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, αναλαμβάνοντας μέσω της επιλογής τους, όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία, και ηθική βλάβη. Μάλιστα, η ζημιογόνος αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων οργάνων και υπαλλήλων της εναγομένης έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σε αυτούς υπηρεσίας, ήτοι η αδικοπραξία αυτών τελεί σε αιτιώδη εσωτερική σχέση με την ανατεθείσα σε αυτούς από την προστήσασα υπηρεσία, με την έννοια ότι η ζημιογόνος αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων δεν ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς τη συνδέουσα αυτούς και την προστήσασα σχέση προστήσεως (ΑΠ 1738/2013 Αρμ 2014/1698, ΑΠ 351/2013, ΑΠ 1727/2008 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η θετική ζημία των εναγόντων συνίσταται στο ποσό που όντως κατέβαλαν για την αγορά των άνω επενδυτικών προϊόντων και συγκεκριμένα το ποσό των 161.586,00 ευρώ και στην αδυναμία τους να εισπράξουν, (για τους προεκτεθέντες λόγους, που αφορούν τη φύση των επίδικων επενδυτικών προϊόντων), το επενδεδυμένο κεφάλαιό τους στο σύνολό του. Ομοίως κρίνοντας και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και προέβη σε ορθή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εναγομένη με την έφεσή της είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
  5. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 244/2016 ο.π.).

    Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου υπέβαλε ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, την οποία νομότυπα επαναφέρει με την έφεσή της. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή, θα πρέπει να αφαιρεθεί από το επιδικασθησόμενο ποσό, το οποίο θα αφορά την ζημία των εναγόντων, το εισπραχθέν από τους τελευταίους ποσό των αποδόσεων των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων (ειδικό μέρισμα-τόκοι), το οποίο ανερχόταν μέχρι την συζήτηση της αγωγής στο ποσό των 59.310,24 ευρώ. Οι τόκοι και το ειδικό μέρισμα, όμως, που έλαβαν οι ενάγοντες ως απόδοση των χρεογράφων είναι μεν κέρδος τους από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην όμως το κέρδος αυτό προέρχεται όχι από την ζημία που υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες. Έτσι οι τελευταίοι δικαιούνται να κρατήσουν το σύνολο των εισπραχθέντων μερισμάτων-τόκων, καθ' ότι είχε ήδη συμβατικώς προβλεφθεί ότι το επενδυτικό προϊόν θα είχε κάποια απόδοση και σε κάθε περίπτωση αυτό θα είχε το συμφωνηθέν επιτόκιο, επομένως το ποσό των τόκων και μερισμάτων δεν είναι κέρδος των εναγόντων από την άνω ζημία τους, αλλά απότοκος της συναφθείσας μεταξύ των μερών συμβάσεως για συγκεκριμένες απολήψεις (ασχέτως της ασυμφωνίας ως προς τα λοιπά σημεία της). ʼλλωστε η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία των εναγόντων, θα αντέκειτο στις αρχές της καλής πίστεως, αφού οι τελευταίοι τους έχουν ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου τους ή του μεγαλυτέρου μέρους της, αν είχαν τη δυνατότητα να εξοφλήσουν τα χρεόγραφα. Με το να απορρίψει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την ανωτέρω ένσταση, αναφορικά με το ποσό των τόκων, που οι ενάγοντες έλαβαν ως απόδοση των επίδικων ομολόγων, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια, διότι δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 298 εδ. α’, 914 και 930 παρ. 3 και 288 ΑΚ, τις οποίες σωστά εφάρμοσε, καθόσον υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, πράγματι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο διότι ναι μεν το ως άνω ποσό των 59.310,24 ευρώ αποτελεί κέρδος των εναγόντων από τους ανωτέρω τίτλους, πλην όμως το κέρδος αυτό, (όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται), δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτή υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων. ʼλλωστε, ο προτεινόμενος (από την εναγομένη) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός) να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος. Ομοίως κρίνοντας και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και προέβη σε ορθή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εναγομένη με την έφεσή της είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
  6. Περαιτέρω, η εναγομένη με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου υπέβαλε την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων ως προς την έκταση της ζημίας τους (άρθρα 300 § 1 και 330 ΑΚ), δεδομένου ότι ενώ είχαν ενημερωθεί από αυτήν ότι η A. Bank, θυγατρική της οποίας είναι η εκδότρια A. G.r L., ανέστειλε τις πληρωμές των χρηματoοικονομικών προϊόντων που είχε εκδώσει μέσω της θυγατρικής της εταιρίας και ότι στις 20-4-2012 απηύθυνε προς τους κατόχους (και των επιδίκων) τίτλων πρόταση για την προαιρετική εξαγορά τους στο 40% της ονομαστικής τους αξίας εντός του χρονικού διαστήματος από 30-4-2012 έως 10-5-2012, ενημέρωση που έλαβε χώρα προφορικώς, αλλά και εγγράφως από την εκδότρια A. G.L. (βλ. από 20-4-2012 ανακοίνωση), ουδέν έπραξαν, προκειμένου να περιορίσουν τη ζημία τους, ενώ, αν είχαν πωλήσει τους τίτλους τους στην A. Bank στο 40% της ονομαστικής τους αξίας, θα περιόριζαν τη ζημία τους στο ποσό του αρχικού κεφαλαίου ύψους 161.586.000 ευρώ, δηλαδή τουλάχιστον σ’ αυτό των 161.586-(188.000 Χ 40% = 75.200) = 86.386 ευρώ, στην καταβολή του οποίου και μόνο απαιτείται να περιορισθεί η υποχρέωση της εναγομένης. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης αποδεικνύεται και ουσιαστικά βάσιμος, διότι οι ενάγοντες α) παρότι είχαν ενημερωθεί για την πρόταση της εκδότριας A. G. L. για την προαιρετική εξαγορά των τίτλων τους στο 40% της ονομαστικής τους αξίας, από την εναγομένη αλλά και από τους λοιπούς επενδυτές, οι οποίοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία αποδέχθηκαν την παραπάνω πρόταση (βλ. από 7-5-2012 ανακοίνωση για τα αποτελέσματα της προαιρετικής πρότασης εξαγοράς της εκδότριας A. Group Jr Limited) και οι οποίοι, όπως οι ίδιοι οι ενάγοντες ομολογούν στην αγωγή τους, τους είχαν ενημερώσει για την άσχημη πορεία των επενδύσεών τους και β) παρότι η παραπάνω πρόταση λόγω της οικονομικής κρίσης που ενέσκηψε στην Ελλάδα και της προσφυγής στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, ήταν ελκυστική και συμφέρουσα, ουδέν έπραξαν προκειμένου να περιορίσουν τη ζημία τους, στο παραπάνω ποσό. Με βάση τα παραπάνω, η πραγματική θετική ζημία των εναγόντων ανέρχεται στο ποσό των 161.586,00 ευρώ, που όντως κατέβαλαν για την αγορά των ως άνω επενδυτικών προϊόντων, αφαιρουμένου ωστόσο του ποσού των (188.000,00 X 40%=) 75.200,00 ευρώ, κατά το οποίο η A. Bank προτίθετο να αγοράσει (στο ποσό των 40% της ονομαστικής αξίας τους) και τις σχετικές ομολογίες, που είχε εκδώσει μέσω της θυγατρικής της A.G. L., γενομένου εν μέρει δεκτού ως και κατ' ουσία βάσιμου του αντίστοιχο ισχυρισμού της εναγομένης περί συντρέχοντος πταίσματος των αντιδίκων της. Ομοίως κρίνοντας και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και προέβη σε ορθή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και τα όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι ενάγοντες με την έφεσή τους είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, η αποκαταστατέα πραγματική θετική ζημία των εναγόντων ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (161.586,00 ευρώ - 75.200,00 ευρώ =) 86.386,00 ευρώ, την οποία αναγνωρίζεται ότι οφείλει να τους καταβάλει η εναγομένη.
  7. Συνεπεία της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων οργάνων της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, (που αμέλησαν να ενημερώσουν επαρκώς τους ενάγοντες για τους αντίστοιχους -υψηλούς- επενδυτικούς κινδύνους), οι ενάγοντες υπέστησαν επιπροσθέτως ηθική βλάβη ένεκα της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που δοκίμασαν εξαιτίας της προειρημένης εξανεμίσεως του ως άνω κεφαλαίου τους, με αποτέλεσμα να έχουν το δικαίωμα να αξιώσουν από την εναγομένη χρηματική ικανοποίηση, η οποία καθορίζεται στο εύλογο ποσό των 500,00 ευρώ για έκαστο εκ των εναγόντων (και συνολικώς στο ποσό των 1.500,00 ευρώ), λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη ιδίως: 1) τις προμνημονευθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η ένδικη αδικοπραξία των προστηθέντων της εναγομένης, 2) το είδος και την έκταση της εντεύθεν ζημίας των εναγόντων, 3) την αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγομένης αναφορικά με την περί ης ο λόγος αδικοπραξία της εις βάρος των εναγόντων, την συνυπαιτιότητα αυτών στην έκταση της ζημίας τους και το βαθμό του πταίσματός τους, 4) το βαθμό της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που αυτοί δοκίμασαν εντεύθεν και 5) την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, όπως συνάγονται εκ των προαναφερθέντων και την κοινωνική κατάσταση των εναγόντων φυσικών προσώπων. Το ως άνω ποσό κρίνεται εύλογο και δίκαιο, ανταποκρινόμενο πλήρως στις αρχές της εύλογης αποζημιώσεως, ενόψει όλων των προαναφερόμενων συνεκτιμωμένων στοιχείων. Ομοίως κρίνοντας και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και προέβη σε ορθή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εναγομένη με την έφεσή της είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
  8. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου λόγοι των υπό κρίση αντίθετων εφέσεων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, όπως και οι εφέσεις στο σύνολό τους. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων-εναγόντων και εναγομένης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων-εναγόντων και εναγομένης, οι οποίοι ηττώνται (άρθρα 176,183 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί και η εισαγωγή των παραβόλων στο Δημόσιο Ταμείο.

Πρόεδρος: Βαρβάρα Πάπαρη
Δικηγόροι: Χρ. Τσιαμπαλής, Γεώρ. Χατζηευθυμίου, Γιάννης Μπόμπος

Λήμματα: Επενδύσεις, Εταιρίες επενδυτικών υπηρεσιών, Κώδικας δεοντολογίας, Τράπεζα, Ευθύνη Τράπεζας, Ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας, Ενημέρωση επενδυτών, Συμψηφισμός κέρδους και ζημίας, Καλή πίστη, Τόκοι, Συντρέχον πταίσμα, Περιορισμός ζημίας

Δημοσίευση: ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.