Αριθμός 1391/2025 ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Α3΄ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Σιμιτσή-Βετούλα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Κατσιάνη, Χρυσούλα Πλατιά, Ηλία Γιαρένη και Ιωάννα Στρατσιάνη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 9 Δεκεμβρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Μαρίας Σουλάκα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.Τ.Δ.)» και το διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ», που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου, νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα δια του υποκαταστήματος της στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Μαρία Φερφελή και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1. .., κατοίκου …, 2. …, 3. …, 4. …, κατοίκων …, ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος …, 5…., κατοίκου … και 6…, κατοίκου … Οι με στοιχ. 2η, 3ος και 4η αναιρεσίβλητοι, δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Οι με στοιχ. 1ος, 5ος και 6η αναιρεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δομίνικο Αρβανίτη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14.04.2016 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λιβαδειάς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 30/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 46/2020 του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας (Μεταβατική έδρα Λιβαδειάς). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 07.12.2022 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των με στοιχ. 1, 5 και 6 αναιρεσίβλητων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από τις διατάξεις του άρθρου 576 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποίος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος του, ερευνάται αν ο διάδικος, ο οποίος δεν εμφανίστηκε ή, αν και εμφανίστηκε, δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη, και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί(ΑΠ 1762/2022, ΑΠ 1182/2021). Εξάλλου, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 226 παρ. 1 εδ. 3 και 4 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 575 εδ.βΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η αναβολή της συζήτησης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ' αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου, υπό την προϋπόθεση ότι ο απολειπόμενος κατά την μετ' αναβολή δικάσιμο είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση ή είχε παραστεί νομίμως κατά την ίδια δικάσιμο αυτή και επομένως, με τη νόμιμη παράσταση και μη εναντίωσή του καλύφθηκε η μη νόμιμη κλήτευσή του κατά την αρχική δικάσιμο (ΑΠ 259/2024). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 142 παρ. 1 και 4 και 143 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αντίκλητος, το πρόσωπο, δηλαδή, που ορίζει ο διάδικος για την παραλαβή αντ' αυτού δικαστικών ή εξωδίκων εγγράφων, που του απευθύνονται και αφορούν μια ή περισσότερες ή όλες τις υποθέσεις του, μπορεί να διοριστεί α) είτε με δήλωση ενώπιον της γραμματείας του πρωτοδικείου της κατοικίας του δηλούντος, β) είτε με ρήτρα σε σύμβαση, που καλύπτει την επίδοση όλων των διαδικαστικών πράξεων, που έχουν σχέση με τη σύμβαση και γ) είτε με το διορισμό πληρεξουσίου δικηγόρου, κατ' άρθρο 96 ΚΠολΔ, οπότε αυτός είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος του διαδίκου για όλες τις επιδόσεις, που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης (ΑΠ 1287/2022). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 438 και 104 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι από τη μνεία που γίνεται στο προεισαγωγικό τμήμα της δικαστικής απόφασης, ότι για κάποιον από τους διαδίκους παρέστη ο αναφερόμενος σ' αυτή πληρεξούσιος δικηγόρος, υπάρχει πλήρης απόδειξη για το διορισμό αυτού, κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ, ως δικαστικού πληρεξουσίου του διαδίκου, δεδομένου ότι, η συνδρομή του στοιχείου της δικαστικής πληρεξουσιότητας, είναι γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου 104 ΚΠολΔ (ΑΠ 1287/2022, 1305/2020). Επομένως, από τις ανωτέρω διατάξεις, σαφώς συνάγεται ότι, η επίδοση του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, μπορεί να γίνει και στον παραστάντα στο δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, πληρεξούσιο δικηγόρο του απόντος αναιρεσίβλητου, ο οποίος είναι αντίκλητος αυτού εκ του νόμου (ΑΠ 1287/2022, ΑΠ 474/2022).
Στην κρινόμενη υπόθεση, από την προσκομιζομένη από την αναιρεσείουσα υπ. αριθ. …/20-6-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 7-12- 2022 ένδικης αίτησης αναίρεσης, με πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου περί ορισμού του Α-3 τμήματος ως αρμοδίου για την εκδίκαση αυτής, με πράξη του Προέδρου του Α-3 Τμήματος περί ορισμού: α) δικασίμου προς συζήτηση της αίτησης την 11-12-2023 και β) προθεσμίας κοινοποίησης αυτής εξήντα (60) ημέρες πριν την δικάσιμο, και κλήση για συζήτηση, επιδόθηκε με επιμέλεια της αναιρεσείουσας στον δικηγόρο Αθηνών Δομίνικο Αρβανίτη, ο οποίος είναι αντίκλητος των αναιρεσιβλήτων, όπως προαναφέρθηκε, αφού ως πληρεξούσιος δικηγόρος εκπροσώπησε αυτούς κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο Εφετείο οπότε και εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Κατά την δικάσιμο αυτή της 11 -12-2023, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, άπαντες οι αναιρεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δομίνικο Αρβανίτη. Περαιτέρω από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι κατά την συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι δεύτερη, τρίτος και τέταρτη αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο , αφού όμως κλήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 11.12.2023, πρέπει το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, παρά την απουσία τους (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Με την κρινόμενη από 7.12.2022 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό 46/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, με την οποία απορρίφθηκαν η από 3.4.2018 έφεση και οι από 22.8.2018 πρόσθετοι λόγοι έφεσης της εναγόμενης-εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας κατά της με αριθμό 30/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς, που είχε δεχθεί εν μέρει την από 14.4.2016 αγωγή των εναγόντων -εφεσιβλήτων και ήδη αναιρεσιβλήτων και είχε υποχρεώσει την εναγομένη, εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα να καταβάλει σε αυτούς τα αναφερόμενα στο διατακτικό της ποσά, για την ζημία και την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την παράβαση των ενδοσυμβατικών της υποχρεώσεών και της αδικοπρακτικής της ευθύνης. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, καθόσον η προσβαλλομένη και μη επιδοθείσα απόφαση εκδόθηκε την 15-12-2020 και η κρινομένη αναίρεση ασκήθηκε την 13-12-2022 (άρθρα 552, 553, 556, 558,564 παρ. 3, 566 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και, πρέπει να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
II. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια (γενεσιουργό λόγο ευθύνης), επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα, ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, και μπορεί η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική, ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης
πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 149/2024, ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 1185/2021, ΑΠ 342/2021), Είναι δυνατό μια ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή καθ' εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον ((ΑΠ 149/2024, ΑΠ 2061/2022,ΑΠ 459/2021, ΑΠ 342/2021). Ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παράνομου, κατά τα ανωτέρω, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης / ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης/προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της Τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Τράπεζας - πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας αιτιωδώς συνδεόμενη με την παράνομη συμπεριφορά της Τράπεζας, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη, υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί όρο, κατ' αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Με την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, να αξιολογήσει ακολούθως ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού Τράπεζα (ΑΠ 2061/2022). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν ή πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστερών. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (Ολ ΑΠ 2/2019, ΑΠ 149/2024, ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 354/2022, ΑΠ 1182/2021).
III. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 "περί προστασίας των καταναλωτών", όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 3587/2007, που ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι "ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια με πράξη ή παράλειψή του κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή" (παρ. 1 εδ. α), ότι "ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας" (παρ. 1 εδ. β'), ότι "ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας" (παρ. 3), και ότι "ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας" (παρ. 4 εδ. α'), προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994 (ΑΠ 149/2024, ΑΠ 2061/22,ΑΠ 619/2021, ΑΠ 1182/2021,ΑΠ 1228/2019). Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε "προμηθευτή"- και στις τράπεζες- την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου "καταναλωτή"- και του ιδιώτη επενδυτή- ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του
Μ »
άρθρου 8 του ως άνω νόμου είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 149/2024,ΑΠ 354/2022,ΑΠ 974/2018). Περαιτέρω, ο ν. 3606/2007 "Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις", με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως ΜIFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ και του οποίου οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 70 εξακολουθούν να εφαρμόζονται για πράξεις και παραλείψεις που έχουν τελεστεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου ν. 4514/3-1-2018 (βλ. άρθρο 98 τούτου), συνεπώς και κατά τον κατωτέρω κρίσιμο χρόνο,προέβλεπε: ι) στο άρθρο 4 παρ. 1, ότι ως επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες, νοούνται μεταξύ άλλων, (α) η λήψη και διαβίβαση εντολών, η οποία συνίσταται στην λήψη και διαβίβαση εντολών για λογαριασμό πελατών, για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, (β) η εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών, η οποία συνίσταται στην κατάρτιση συμβάσεων αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσότερων ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, και (ε) η παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία συνίσταται σε παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεώς του, είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, ιι) στο άρθρο 2, αναφερόμενο στο πεδίο εφαρμογής του, ότι σ’ αυτόν υπάγονται οι ΑΕΠΕΥ .... και τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και ιιι) στο άρθρο 3 παρ. 2, ότι στα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον παρέχουν μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, εφαρμόζονται οι αναφερόμενες διατάξεις, μεταξύ των οποίων η διάταξη του άρθρου 25 του νόμου αυτού. Με το τελευταίο άρθρο του εν λόγω νόμου (ν. 3606/2007), ορίζονται τα ακόλουθα: " 1. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του άρθρου αυτού. 2. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες. 3. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητικούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με: (α) την ΑΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της, (β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών, (γ) τους τόπους εκτέλεσης και (δ) το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις. 4. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα, που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). 5. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφασή του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι’ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. 6. Οι ΑΕΠΕΥ, που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών πελατών ή τη λήψη και διαβίβαση εντολών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες, μπορούν παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες και χωρίς να έχουν καταλήξει στην κρίση που προβλέπεται στην παράγραφο 5, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις: (α) Οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν μετοχές, εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς, ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, (με την εξαίρεση των ομολογιών ή άλλων μορφών τιτλοποιημένου χρέους που ενσωματώνουν παράγωγα), μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με οργανωμένη αγορά, εάν πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις με τις οριζόμενες στο Κεφάλαιο ΣΤ του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού, (β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη, (γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας που παρέχεται και ότι δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή, (δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις της. 7. Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχείο με τα έγγραφα και τις συμβάσεις που καταρτίζονται μεταξύ του πελάτη και της ΑΕΠΕΥ, τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους η ΑΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορούν να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα. 8. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν σε κάθε πελάτη εγγράφως επαρκή ενημέρωση σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες ...». Η παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του εν λόγω νόμου υποχρεώσεων των ΑΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον δε αυτή η παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον καταναλωτή, ιδιώτη επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα ΑΕΠΕΥ σε αποζημίωση (ΑΠ 149/2024, ΑΠ 140/2023, ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 1319/2022, ΑΠ354/2022). Επίσης, επί όλων των σύνθετων τραπεζικών προϊόντων εφαρμόζεται επί πλέον και η 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητή της ΤτΕ, η οποία δημοσιευθείσα στην ΕτΚ (ΦΕΚ Α’ 277), έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΑΠ 149/2024, ΑΠ 1411/2022) και από την οποία προκύπτει ότι η ενημέρωση των συναλλασσομένων, οποιασδήποτε προέλευσης και βαθμού εμπειρίας, πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές επί συνθέτων ομολόγων πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση των πιθανών, ειδικά ισχυόντων για αυτά κινδύνων, και της αναμενόμενης απόδοσής τους (ΑΠ 149/2024, ΑΠ 1411/2022, ΑΠ 1085/2021, ΑΠ 459/2021). Βάσει των προαναφερομένων διατάξεων, δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρίας παροχής επενδυτικών συμβουλών, εάν, ενδεικτικώς, δεν εφιστούν εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, εάν δεν πραγματοποιούν - με κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους - τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των περιλαμβανομένων στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα κινητών αξιών ή εάν δεν ενημερώνουν με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων προς επένδυση τίτλων (ΑΠ 149/2024). Στις περιπτώσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εκ μέρους των Τραπεζών, μεταξύ της διαμεσολαβούσας Τράπεζας και του πελάτη συνήθως υπάρχει σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της Τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Στις περιπτώσεις αυτές, γίνεται δεκτό ότι έχει συναφθεί σιωπηρά μία τέτοια σύμβαση, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος ή η συναφθείσα σύμβαση χαρακτηρίζεται διαφορετικά, πράγμα που είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία, που φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, πρώτον ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό επενδυτή, αφού θα αποτελέσει για αυτόν τη βάση για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων για επένδυση των κεφαλαίων του και δεύτερον ότι, καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής αποφασίζει με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται και περιμένει μία υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόλησή τους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο (ΑΠ 149/2024). Τέλος, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο, προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον, την εσφαλμένη αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενομένη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 149/2024, ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 342/2021,ΑΠ 914/2021). Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 386 ΠΚ, ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 27 του Ποινικού Κώδικα, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής, αλλά και όταν την γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, απάτη αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση η ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ' αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισής του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωσή του. Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 149/2024, ΑΠ 832/2022, ΑΠ 914/2021, ΑΠ 1269/2017). Κατά το άρθρο 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφιστάμενης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης, η οποία αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών, κοινωνικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά τη οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Συνεπώς, για να υπάρχει σχέση πρόστησης, αρκεί να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στον δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε (ΑΠ 167/2024, ΑΠ 2030/2022, ΑΠ 1100/2022, ΑΠ 47/2020, Α.Π. 797/2014). Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εκτέλεσης της υπηρεσίας, αλλά μπορεί και αρκεί να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς το ανωτέρω ζήτημα, β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 Α.Κ. και γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή επ'ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του ή ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής (ΑΠ 167/2024, ΑΠ 127/2023, ΑΠ 221/2022). Η νομική σχέση που συνδέει τον προστήσαντα με τον προστηθέντα είναι αδιάφορη και αρκεί το γεγονός ότι ο τελευταίος, όταν αδικοπρακτούσε, τελούσε υπό τις οδηγίες και εντολές του προστήσαντος, ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του, χωρίς να είναι απαραίτητη και η διαρκής επίβλεψή του, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση πάντως ότι ο προστηθείς ενεργούσε προς διεκπεραίωση υπόθεσης και γενικά προς εξυπηρέτηση συμφερόντων του προστήσαντος (ΑΠ 167/2024, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 290/2011).
IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, και η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 3/2020, ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 6/2019). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ ορίζεται περαιτέρω ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Συνεπώς ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατά την διάταξη αυτή, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή τις γενικές και αφηρημένες αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με τη βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχόλησης και έχουν γίνει κοινό κτήμα, για την ανεύρεση, με βάση αυτά, της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή ή όχι σε αυτόν των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς και όχι όταν το δικαστήριο παραβιάζει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων, δηλαδή, της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 1215/2021), τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 233/2020), την ερμηνεία της δικαιοπραξίας ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων (Ολ.ΑΠ 10/2005). Για το ορισμένο του λόγου αυτού αναίρεσης, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, ο κανόνας δικαίου για την αληθινή έννοια του οποίου χρησιμοποιήθηκαν ή όχι τα διδάγματα της κοινής πείρας, η έννοια που προσδόθηκε σ’ αυτόν από την προσβαλλόμενη απόφαση, την οποία ο αναιρεσείων, χαρακτηρίζει ως εσφαλμένη, η ορθή, κατά τη γνώμη του αναιρεσείοντος, έννοια του κανόνα δικαίου που προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία ο δικαστής είτε χρησιμοποίησε λανθασμένα είτε παρέλειψε να χρησιμοποιήσει, ο προσδιορισμός των διδαγμάτων της κοινής πείρας και ο τρόπος κατά τον οποίο παραβιάσθηκαν (ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1011/2018). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζητήματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν εφαρμόσθηκε. Συνεπώς ο λόγος αυτός προϋποθέτει την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και όχι την απόρριψη ισχυρισμού ως μη νόμιμου, αόριστου, απαράδεκτου ή για οποιοδήποτε άλλο τυπικό λόγο (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 988/2021). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Αντίφαση δε στις αιτιολογίες υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά ,που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ελλείψεις όμως αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 695/2020). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 34/2021, ΑΠ 619/2021, ΑΠ 15/2021). Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποιες επιπλέον αιτιολογίες » έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ.ΑΠ 20/2005). Εξάλλου, από το άρθρο 559 αρ. 10 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι ο προβλεπόμενος από τη διάταξη αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς να εκθέσει από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη. Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αυτός, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποιος ήταν ο ισχυρισμός που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο χωρίς απόδειξη και ποια ήταν η ουσιώδης επίδρασή του στο διατακτικό (ΑΠ 1020/2019).Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 1028/2021, ΑΠ 911/2021, ΑΠ 632/2021).
V. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Λαμίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για τον αναιρετικό έλεγχο, πραγματικά περιστατικά:«[...] τον Μάιο του έτους 2011 η εναγόμενη τράπεζα εξέδωσε ένα νέο επενδυτικό προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ)». Τα εκδοθέντα ΜΑΕΚ αποτελούσαν άυλες ομολογίες της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας στο άρτιο διαπραγματεύσιμες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ έκαστου, είχαν σταθερό επιτόκιο 6,5% ετησίως για τις πρώτες 10 περιόδους τόκων και δη μέχρι τις 30.6.2016, το οποίο για τον επέκεινα χρόνο μετατρεπόταν σε κυμαινόμενο, ίσο με το εκάστοτε Euribor-6 μηνών που θα ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου, πλέον 3,00%. Επιπροσθέτως το εν λόγω προϊόν, σύμφωνα με τους περιληπτικούς όρους έκδοσής του ως διαλαμβάνονται στο από 5.4.2011 Ενημερωτικό Δελτίο που εξέδωσε η εναγομένη, αφορούσε σε αξίες αόριστης διάρκειας και δη χωρίς ημερομηνία λήξης, ελάσσονος προτεραιότητας προς τις αξιώσεις πιστωτών της τράπεζας μεταξύ των οποίων και των καταθετών και ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις των κατόχων μετατρέψιμων αξιογράφων κεφαλαίου και αξιογράφων κεφαλαίου, δυνάμενες κατ' επιλογή του κατόχου τους να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές της τράπεζας κατά τις περιόδους μετατροπής στην καθορισθείσα τιμή μετατροπής, ενώ μπορούσαν κατ' επιλογή της τράπεζας να εξαγοραστούν στο σύνολο τους στην ονομαστική τους αξία μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους στις 30.6.2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται. Επιπλέον, προέβλεπαν την προαιρετική κατά την κρίση της τράπεζας επιλογή ακύρωσης πληρωμής τόκων, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα και την οικονομική της κατάσταση και την υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκων σε περίπτωση που η τράπεζα δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις φερεγγυότητας ως ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Ακόμη προέβλεπαν όρους υποχρεωτικής μετατροπής του προϊόντος σε συνήθεις μετοχές, σε περίπτωση «γεγονότος έκτακτης ανάγκης
κεφαλαίου» ή «γεγονότος βιωσιμότητας». Γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου θεωρείτο ότι είχε επισυμβεί όταν η τράπεζα ' δώσει σχετική ειδοποίηση είτε (ι) ότι πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III, ως αυτή υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ύψος των Βασικών Πρωτοβάθμιων Κεφαλαίων της είναι χαμηλότερο του 5% ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ύψος των κοινών πρωτοβαθμίων κεφαλαίων είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί ή (ιι) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει ότι η τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας ως καθορίζονται στους Σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς, ενώ γεγονός βιωσιμότητας ορίζεται (ι) οποτεδήποτε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η υποχρεωτική μετατροπή των ΜΑΕΚ και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους του δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε γεγονός βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας και θα συμβάλει στη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή (ιι) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για τη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή την αποφυγή ενδεχομένου πτώχευσής της ή δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων της ή σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Επομένως, επί προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκων, η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία δεν θα προέβαινε στην καταβολή μερίσματος ή σε οποιαδήποτε έτερη πληρωμή σχετικά με τις συνήθεις μετοχές ή άλλες αξίες της που θα λογίζονταν ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο. Τα ως άνω προϊόντα, τα οποία ονομάστηκαν ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetualbonds), έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα προωθούνταν από την εναγομένη, ώστε να εξασφαλίζονταν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Για το λόγο αυτό ξεκίνησε «εκστρατεία» πώλησης με στόχο την καλύτερη, αποδοτικότερη και γρήγορη προώθηση των προϊόντων, ήτοι στοχοθέτηση του Δικτύου για τα καταστήματα Ιδιωτών. Συγκεκριμένα, η Διοίκηση συνέστησε στους αρμοδίους για την προώθηση των εν λόγω προϊόντων υπαλλήλων της (εννοεί υπαλλήλους της) να απευθυνθούν σε πελάτες των καταστημάτων, μετόχους της εναγομένης τράπεζας ή μη αλλά και στους προθεσμιακούς καταθέτες. Ακολούθησε η αποστολή στα κατά τόπους καταστήματα κάποιων απαραίτητων ενημερωτικών εγγράφων με συχνές ερωτήσεις και απαντήσεις σε σχέση με την έκδοση του μετατρέψιμου ομολόγου καθώς και με τα επιχειρήματα πώλησης αυτού, ενώ ταυτόχρονα προγραμματίστηκαν συναντήσεις και ενημερώσεις με τηλεδιάσκεψη μέσω της εφαρμογής Centra, που επιτρέπει τη σύγχρονη διάδραση των συμμετεχόντων με ήχο και βίντεο. Στις ενημερώσεις αυτές δινόταν έμφαση στα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου προϊόντος για τους πελάτες, καθώς και στο προφίλ των πελατών που θα έπρεπε να προσεγγίσουν, όπως επενδυτές και καταθέτες μεσαίου και υψηλού οικονομικού επιπέδου με μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα, που θα δέχονταν να δεσμεύσουν τα χρήματα τους για κάποια χρόνια, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις από τις συνήθεις καταθέσεις, όπως για παράδειγμα επιτόκιο 6,5%. Επιπλέον αναφέρθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης ότι αυτοί θα έπρεπε να τονίζουν στους υποψήφιους αγοραστές εκείνα τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα του προϊόντος που θα τους οδηγούσαν στην αγορά του, όπως λ.χ. το γεγονός ότι αυτοί θα απολάμβαναν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό επιτόκιο και την εξάμηνη απόληψη των τόκων. Ακόμη τους είχαν δώσει σαφείς οδηγίες να σπάνε τις προθεσμιακές καταθέσεις χωρίς ποινή για όσους ήθελαν να συμμετάσχουν και δεν είχε λήξει η προθεσμιακή τους κατάθεση. Στα πλαίσια της ανωτέρω ακολουθούμενης πολιτικής, οι ενάγοντες προσεγγίστηκαν τον Μάιο του 2011 από τον …, προϊστάμενο του Υποκαταστήματος της Τράπεζας Κύπρου στη Λιβαδειά, προκειμένου να επενδύσουν τα χρήματά τους στο ανωτέρω προϊόν. Συγκεκριμένα, ο ανωτέρω υπάλληλος, λόγω των σχέσεων εμπιστοσύνης που είχε αναπτύξει με τον καθένα από τους ενάγοντες, επεδίωξε να επενδύσουν τα χρήματά τους στο ανωτέρω προϊόν, είτε ειδοποιούμενοι τηλεφωνικά είτε σε επίσκεψή τους, κατά τον ίδιο χρόνο, στο ως άνω τραπεζικό κατάστημα της εναγομένης, οπότε ενημερώνονταν για τον ίδιο ως άνω σκοπό από τον προαναφερόμενο αρμόδιο υπάλληλο της, ο οποίος τους συνιστούσε (και μέσω αυτού η εναγομένη) και μετ' επιτάσεως τους προέτρεπε στην αγορά των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ., ως νέα επένδυση, χωρίς ρίσκο, ισοδύναμη της προθεσμιακής
κατάθεσης. Ο ανωτέρω υπάλληλος παρουσίασε στους ενάγοντες τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) ως ένα ιδιαίτερα επωφελές γι' αυτούς προϊόν, ενημερώνοντας τους συνοπτικά ότι αφενός δεν θα τους επιβαλλόταν από την εναγομένη ποινή ένεκα πρόωρης μερικής εξοφλήσεως των προθεσμιακών καταθέσεων αυτών και αφετέρου ότι το προαναφερθέν νέο τραπεζικό προϊόν τύγχανε όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, έχοντας πενταετή διάρκεια και σταθερό ετήσιο επιτόκιο ύψους 6,5% με περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, όπερ είχε ως συνέπεια να υπονοείται ότι ανταποκρίνεται στο προειρημένο και γνωστό στην εναγομένη συντηρητικό επενδυτικό προφίλ των εναγόντων. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο πέμπτος και η έκτη των εναγόντων, είχαν της ίδιας ανάγκης επισταμένης ενημέρωσης με τους λοιπούς ενάγοντες, χωρίς να έχει έννομη σημασία ότι είχαν αγοράσει τα προηγούμενα επενδυτικά προϊόντα της εναγομένης «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018» και «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου», αφού όπως συνάγεται από το Ενημερωτικό Δελτίο για τα ΜΑΕΚ/2011 (βλ. σελ. 51 αυτού): «Τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018, τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου 2012/2017..., οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την προτεραιότητα κατάταξης και το καθεστώς εξασφάλισής τους, τη διάρκειά τους, το επιτόκιο, την εξαγορά και τη δυνατότητα μετατροπής σε συνήθεις μετοχές, την περίοδο και την τιμή μετατροπής σε μετοχές της τράπεζας εφόσον υφίσταται καθώς και της υποχρεωτικής μετατροπής σε συνήθεις μετοχές σε περίπτωση που επισυμβεί Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου ή Γεγονός Βιωσιμότητας...». Οι ανωτέρω διαφορές ως προς: 1) Την Προαιρετική Επιλογή Ακύρωσης Πληρωμής Τόκων, 2) Την Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκων, 3) Τους Περιορισμούς Μερίσματος και Κεφαλαίου, 4) Της Υποχρεωτικής Μετατροπής σε Μετοχές, 5) Το Γεγονός Έκτακτης Ανάγκης Κεφαλαίου, 6) Το Γεγονός Βιωσιμότητας, που διαφοροποιούν τα ΜΑΕΚ από τις προηγούμενες εκδόσεις, επισημαίνονται εξάλλου τόσο στο «ΑΥΣΤΗΡΑ ΓΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΧΡΗΣΗ» φυλλάδιο «ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ» (βλ. σελ. 2 αυτού) όσο και στο ήδη αναφερθέν από Απριλίου του 2011 (ομοίως «ΑΥΣΤΗΡΑ ΓΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΧΡΗΣΗ») φυλλάδιο για τα Μ.Α.Ε.Κ. (βλ. σελ. 6 αυτού). Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ακόμα και τα προηγούμενα των Μ.Α.Ε.Κ. επενδυτικά προϊόντα τελικά μετατράπηκαν σε συνήθεις μετοχές της ίδιας, χωρίς να υπάρχει σχετικός συμβατικός όρος και ως προς αυτά για κάτι τέτοιο, δεν ακυρώνει τη σημασία της επισήμανσης των διαφορετικών όρων και των συνακόλουθων μεγαλύτερων κινδύνων που έκρυβαν τα Μ.Α.Ε.Κ. για τους ενάγοντες, αφού από την ύπαρξη και μόνο των ως άνω όρων και επενδυτικών κινδύνων κρίνεται το κατά πόσο δόθηκαν κατάλληλες επενδυτικές συστάσεις και συμβουλές σε αυτούς. Οι ενάγοντες, οι οποίοι πείσθηκαν από τις προηγηθείσες ρητές διαβεβαιώσεις του ανωτέρω υπαλλήλου της εναγομένης περί του ασφαλούς και του επικερδούς σε σχέση με τις τραπεζικές καταθέσεις χαρακτήρα του προαναφερθέντος νέου τραπεζικού προϊόντος και χωρίς να έχουν κατανοήσει τους κινδύνους, οι οποίοι εμπεριέχονταν σε αυτό, θεώρησαν ότι το εν λόγω προϊόν αποτελεί ένα νέο είδος προθεσμιακής κατάθεσης, το οποίο και ανταποκρίνεται στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ και ως εκ τούτου αποφάσισαν να επενδύσουν τα χρήματά τους αγοράζοντάς το. Για το λόγο αυτό συνήψαν στις 12.05.2011 και στις 17.05.2011 ο πρώτος, στις 06.05.2011 ο αποβιώσας στις 03.12.2011 σύζυγος της δεύτερης και πατέρας του τρίτου και της τέταρτης …, στις 11.05.2011 ο πέμπτος και στις 05.05.2011 η έκτη των εναγόντων, αντίστοιχες συμβάσεις συμμετοχής τους στην έκδοση από την εναγομένη των προδιαληφθέντων Μ.Α.Ε.Κ., με τον τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» ο πρώτος ενάγων, ο ως άνω … και η έκτη των εναγόντων και με τον τίτλο « ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ- ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ» ο πέμπτος των εναγόντων, μέσω των οποίων αγόρασαν από την εναγομένη Μ.Α.Ε.Κ. συνολικής αξίας 60.000 ευρώ, με δύο επιμέρους αγορές των 30.000 ευρώ εκάστης ο πρώτος, 20.000 ευρώ ο …, 46.200 ευρώ ο πέμπτος (35.200 ευρώ εκ των οποίων από μετατροπή των «ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» που ως τότε κατείχε) και 10.000 ευρώ η έκτη των εναγόντων (από μετατροπή των αντίστοιχης αξίας «ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» που ως τότε κατείχε). Προς πιστοποίηση της σύναψης των προαναφερομένων συμβάσεων αγοράς εκ μέρους των εναγόντων ΜΑΕΚ εκδόθηκαν από εναγομένη τα αντίστοιχα από 17.5.2011 αποδεικτικά συμμετοχής τους στην έκδοση των ΜΑΕΚ, στα οποία διαλαμβάνεται το επενδυθέν εκεί από έκαστο ενάγοντα κεφάλαιο. Σε προδιατυπωμένο από την εναγομένη όρο των συμβάσεων αυτών, όπου όμως, δεν μνημονεύεται οποιοδήποτε ακριβές χαρακτηριστικό της φύσης των ΜΑΕΚ, ώστε να δύνανται οι αντισυμβαλλόμενοι ενάγοντες να την αντιληφθούν, αναφέρεται εντούτοις ότι αυτοί βεβαιώνουν πως διαθέτουν τη γνώση και τις ικανότητες να προβούν στην αξιολόγηση της επενδύσεώς τους στα ΜΑΕΚ και δηλώνουν ότι αφενός αποδέχονται τους όρους εκδόσεως και τους παράγοντες κινδύνου που περιέχονται στο από 5.4.2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης και αφετέρου ότι δεν τους έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την εναγομένη, οποιοδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα ΜΑΕΚ και την απόφαση των εναγόντων να υποβάλουν αίτηση εγγραφής σε αυτά. Ωστόσο, στην πραγματικότητα ουδέποτε παραδόθηκε στους ενάγοντες το ως άνω ενημερωτικό φυλλάδιο, το οποίο όμως ακόμη και αν το είχαν αναγνώσει προσεκτικά, δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη λειτουργία του επίμαχου
επενδυτικού προϊόντος. Και τούτο διότι τα επίδικα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetualbonds) δεν ήταν απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, να αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθυγνώστη επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους, στον οποίο σαφώς και δεν περιλαμβάνονταν οι ενάγοντες, ορισμένοι εκ των οποίων μάλιστα [....] είχαν ασχοληθεί περιστατικά και με την αγορά μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Επομένως, η εναγομένη τραπεζική εταιρεία ως προμηθεύτρια επενδυτικών υπηρεσιών εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας παρείχε μέσω του ανωτέρω προστηθέντος υπαλλήλου του υποκαταστήματος της στη Λιβαδειά επενδυτική συμβουλή και σύσταση στους ενάγοντες, οι οποίοι διέθεταν εν προκειμένω και την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικοί αποδέκτες της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας της εναγομένης, που δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δοθέντος ότι αφενός τα επενδυθέντα απ' αυτούς
επίμαχα ποσά δεν ήταν τόσο υψηλά και αφετέρου δεν υπήρχε συστηματική ενασχόληση των εναγόντων με πολύπλοκες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι ανωτέρω κίνδυνοι των ΜΑΕΚ πραγματώθηκαν, δεδομένου ότι ενώ η εναγομένη είχε έως την 31.12.2011 καταβάλει στους ενάγοντες τόκους, ύψους 2.425,48 ευρώ (στον 1°), 808,49 ευρώ (στον …), 1.867,62 ευρώ (στον 5°) και 404,25 ευρώ (στην 6η) γι' αυτά, εντούτοις στην συνέχεια προέβη, εξαιτίας ακριβώς της οφειλόμενης, στην ήδη υπάρχουσα πριν από το έτος 2011 στην Ελλάδα και την Κύπρο προϊούσα οικονομική κρίση, έλλειψης κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητάς της, στην υποχρεωτική ακύρωση της πληρωμής τόκων ως προς τα εν λόγω αξιόγραφα για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2012, πράγμα το οποίο οι ενάγοντες αντελήφθησαν τον Ιούνιο του έτους 2012, όταν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγομένης τους ενημέρωσαν ότι δεν θα καταβάλλονταν οι τόκοι του τελευταίου εξαμήνου, μετά από εντολή που δόθηκε από τα κεντρικά της γραφεία. Στις 29.03.2013 η εναγομένη τραπεζική εταιρεία τέθηκε δυνάμει του εκδοθέντος σύμφωνα με τον από το έτος 2013 νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας περί εξυγιάνσεως πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων, υπ' αριθμ. 103/2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ως προς τη διάσωση της εναγομένης με ίδια μέσα, σε καθεστώς εξυγιάνσεως ένεκα της δεινής οικονομικής της καταστάσεως, προκειμένου να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή της επάρκεια. Δυνάμει των υπ' αριθμ. 103/29.3.2013 και 278/30.7.2013 Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τα ΜΑΕΚ μετατράπηκαν σε μετοχές Δ’ τάξης, με τιμή μετατροπής 1 ευρώ (ήτοι στην ονομαστική τους αξία) και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής στο 1 ευρώ για κάθε ένα ευρώ των παραπάνω χρεών της τράπεζας. Στη συνέχεια επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών Δ' τάξης από 1 ευρώ σε 0,01 ευρώ εκάστη, για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγομένης τράπεζας. Κάθε μια μετοχή Δ' τάξης μετατράπηκε σε συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 0,01 ευρώ. Ακολούθως κάθε 100 μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 ευρώ εκάστη που ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο ενώθηκαν σε μια συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ εκάστη. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (π.χ. αριθμός μετοχών μικρότερος των 100 που υπολείπονταν ανά μέτοχο) ακυρώθηκαν και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της τράπεζας. Πλέον όλες οι μετοχές αποτελούν μια ενιαία τάξη παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απόληψης μερισμάτων στους μετόχους. Οι προδιαληφθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης, με βάση την οποία οι ενάγοντες προέβησαν στην αγορά των επίμαχων ομολόγων, προκάλεσαν την προαναφερόμενη μονομερή, ελλιπή, ασαφή και παραπλανητική πληροφόρηση των εναγόντων, άπειρων αντισυμβαλλομένων αυτής, από τον ελλιπώς ενημερωμένο και μη εξειδικευμένο στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών συγκεκριμένο προειρημένο υπάλληλο της σχετικά με τα ΜΑΕΚ. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες δεν ενημερώθηκαν προσυμβατικά με πλήρη ανάλυση των όρων και χαρακτηριστικών των επίμαχων σύνθετων ομολόγων, καθώς και των τυχόν επενδυτικών κινδύνων εξ αυτών. Η εναγομένη παρά το ότι είχε την υποχρέωση να τους παρουσιάσει αναλυτικά τους κινδύνους που ενείχε η επένδυση στο εν λόγω επενδυτικό προϊόν στην οποία τους πρότεινε να προβούν, κατά παράβαση της υποχρέωσης αυτής, ουδέποτε τους ενημέρωσε για τον κίνδυνο να μη λάβουν καθόλου τόκους από την ανωτέρω επένδυση ενόψει της δυνατότητας της εναγομένης να μη καταβάλει αυτούς περαιτέρω, παρόλο που το επενδυτικό αυτό προϊόν ενέπιπτε στην έννοια του πολύπλοκου τραπεζικού προϊόν [...]. Επομένως η εναγομένη κατά παράβαση των υποχρεώσεών της, ουδεμία ειδική πληροφόρηση παρέσχε στους ενάγοντες, προκειμένου αυτοί να αντιληφθούν τους πραγματικούς κινδύνους που ενείχε η επένδυση αυτή και ουδεμία περιγραφή έκανε ως προς τους παράγοντες που προσδιόριζαν την απόδοση των εν λόγω ΜΑΕΚ. Με τον τρόπο που ενήργησε η εναγομένη δια του προστηθέντος υπαλλήλου της παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ. Η παράλειψη αυτή της εναγομένης ανάγεται στην καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής, δηλαδή στην παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 3606/2007 και η οποία (αμελής συμπεριφορά) συνιστά το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ. Επιπλέον η εναγομένη υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη έναντι των εναγόντων και για τον λόγο ότι δια της προπεριγραφείσας απατηλής συμπεριφοράς του προαναφερομένου οργάνου της προκάλεσε με δόλο στους ενάγοντες, ο οποίοι τύγχαναν συντηρητικοί πελάτες αυτής, την απόφαση επένδυσης στο επίμαχα Μ.Α.Ε.Κ. παριστώντας εν γνώσει της ψευδή γεγονότα ως αληθή δηλαδή ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούσαν ασφαλή τοποθέτηση όμοια με προθεσμιακή κατάθεση, σταθερό επιτόκιο ύψους 6,5%, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του επενδυόμενου κεφαλαίου, αποσιωπώντας τους προδιαληφθέντες κινδύνους αυτών, προκαλώντας στους ενάγοντες την ως άνω μείωση της περιουσίας τους, καθώς επεδίωκε την εξισορρόπηση της κλονισμένης
κεφαλαιακής της επάρκειας, μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τη διάθεση των εν λόγω αξιόγραφων. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων για την οποία ευθύνεται η εναγομένη, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 922 ΑΚ οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των άνω καθηκόντων και την απατηλή συμπεριφορά του υπαλλήλου- προστηθέντος της εναγομένης, η οποία και οδήγησε αιτιωδώς στην επέλευση της ως άνω ζημίας των εναγόντων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις προεκτεθείσες διατάξεις και ορθά επίσης εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε ότι ο προστηθείς της εναγομένης υπάλληλος ενεργώντας παράνομα και υπαίτια, όπως προεκτέθηκε, ζημίωσε τους ενάγοντες. Συνεπώς απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι στο σύνολο τους κρίνονται οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και έβδομος λόγοι εφέσεως καθώς και ο πρώτος πρόσθετος λόγος αυτής. [...]. Όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, η ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας σε βάρος των εναγόντων αντισυμβαλλομένων πελατών αυτής και καταναλωτών στα πλαίσια της χορηγήσεως . σ' αυτούς επενδυτικής συμβουλής και συστάσεως για την αγορά των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ. αντί του προαναφερθέντος τιμήματος, συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα περιουσιακή ζημία των εναγόντων. Αυτή δεν ανάγεται αποκλειστικά σε γεγονός ανωτέρας βίας και δη στην προαναφερόμενη απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου να θέσει, δια του υπ' αριθ. 103/2013 Διατάγματος της, σε καθεστώς εξυγιάνσεως την εναγομένη προς το σκοπό της ανακεφαλαιοποιήσεώς της με ίδια μέσα, αφού η προεκτεθείσα συμπεριφορά της εναγομένης ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, να
προξενήσει και πράγματι προκάλεσε την προαναφερθείσα ζημία των εναγόντων υπό την έννοια της υπάρξεως ανάμεσά τους, σύμφωνα με αντικειμενική εκ των υστέρων (εννοεί εκ των προτέρων) πρόγνωση, πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας. Άλλωστε, η ως άνω απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, συνιστά απλά τμήμα της περί ης ο λόγος αιτιώδους διαδρομής, αφού ελήφθη με σκοπό την αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης και συνεπώς συνιστά «γεγονός βιωσιμότητας», κατά την έννοια του από 5.4.2011 ενημερωτικού δελτίου της, που αποτελεί όρο υποχρεωτικής μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές. Περαιτέρω, η συγκεκριμένη παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία των εναγόντων, αφού αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να παρασχεθεί στους ενάγοντες η αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσουν τη μορφή και το περιεχόμενο της επένδυσης και να αποφασίσουν εάν θα προβούν σε αυτήν, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, Αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα ότι το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα είναι αν η επένδυση στα ΜΑΕΚ ήταν ικανή και πρόσφορη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να επιφέρει τη ζημία, γιατί αυτό προϋποθέτει ενσυνείδητη απόφαση των επενδυτών χωρίς τη μεσολάβηση των επενδυτικών συμβουλών της εναγομένης. Προϋποθέτει με άλλα λόγια ότι θα προέβαιναν στην επίμαχη επένδυση και χωρίς την παροχή των εσφαλμένων, ελλιπών και ακατάλληλων συμβουλών από την εναγομένη, προϋπόθεση που, όπως αποδείχθηκε, δεν συνέτρεχε. Το κρίσιμο είναι αυτό που αποδείχθηκε και ορθώς διαλαμβάνεται στην εκκαλουμένη απόφαση ότι η ζημία είναι αποτέλεσμα της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της τράπεζας, η οποία κατά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεών της παρείχε εσφαλμένες, ελλιπείς και ακατάλληλες συμβουλές και πληροφορίες σε σχέση με τα επίμαχα προϊόντα εκδόσεώς της, δημιουργώντας πεπλανημένες εντυπώσεις που συντήρησε και επέτεινε καθόλη τη διάρκεια της επίμαχης επένδυσης, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις της που της επιβάλλονται από το Ν. 3606/2007, το Ν. 3340/2005, αλλά και από την καλή πίστη. Εάν οι ενάγοντες είχαν την ενδεδειγμένη πληροφόρηση, ήτοι εάν γνώριζαν την αληθή φύση της προταθείσας τοποθέτησης (ΜΑΕΚ), τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο, τα προβλεπόμενα δικαιώματα της τράπεζας και τις μειωμένες υποχρεώσεις που αυτή αναλάμβανε, δεν θα προέβαιναν στην κτήση των εν λόγω σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων [...]. Περαιτέρω δε, είναι μεν αληθές ότι το εκδοθέν από την τράπεζα «ενημερωτικό δελτίο» περιείχε κάποιες γενικές αναφορές στα ΜΑΕΚ και στους κινδύνους της επένδυσης σε αυτά. Όμως πρέπει ιδιαιτέρως να ληφθεί υπόψη ότι το δελτίο τούτο καταλαμβάνει 147 πυκνογραμμένες σελίδες, με τεχνικούς, οικονομικούς όρους, μη κατανοητούς σε ένα, που δεν είναι συστηματικός ή «θεσμικός» επενδυτής, με εξειδικευμένες μάλιστα οικονομοτεχνικές γνώσεις. Οι όροι πράγματι «μετατρέψιμα αξιόγραφα», «ενισχυμένο κεφάλαιο», «αόριστη διάρκεια», «ελάσσων προτεραιότητα» (subordinated) ή «ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης», «ομόλογα αιώνια» και perpetualbonds, «πρωτοβάθμιο κεφάλαιο» (Tier 1) κ.α. δεν κατανοούνται από τον οποιονδήποτε τραπεζικό πελάτη. Πολύ δε περισσότερο, δεν κατανοούνται οι όροι αυτοί και το νομικό καθεστώς εν γένει των ΜΑΕΚ και οι έννομες συνέπειες της εκδόσεως και της πώλησής τους από έναν που δεν διαθέτει και επαρκείς, εξειδικευμένες νομικές γνώσεις. Για το λόγο αυτό άλλωστε το ίδιο το ενημερωτικό δελτίο στη σελίδα 41 θεωρεί ότι τα εκδιδόμενα ΜΑΕΚ, λόγω της ιδιαιτερότητας τους, απευθύνονται στον επενδυτή που «κατέχει τη γνώση και την εμπειρία [είτε από μόνος του είτε με έναν οικονομικό και νομικό (=αναφέρεται σε άλλα σημεία του δελτίου)- σύμβουλο] για να αξιολογήσει. Όμως η εναγόμενη τράπεζα (καταχρώμενη, όπως αποδείχθηκε, τις αναπτυχθείσες ήδη με πελάτες της σχέσεις εμπιστοσύνης), απευθύνθηκε σε απλούς καταθέτες, κατά τεκμήριο άπειρους περί τις τοιαύτες συναλλαγές, και όχι σε έμπειρους επενδυτές, όπως όφειλε να πράξει κατά την ήδη διακηρυγμένη στο ενημερωτικό δελτίο αναγκαιότητα και την εξ αυτής απορρέουσα αυτοδέσμευσή της, ως καθήκον αυτής, επιβαλλόμενο και από την καλή πίστη. Προσέτι, η τράπεζα δεν αναφέρει σε κανένα σημείο του ενημερωτικού της δελτίου την οικονομική της κατάσταση και την τρέχουσα αναγκαιότητα έκδοσης ΜΑΕΚ. [....]. Όσον αφορά δε την προφορική τους ενημέρωση, αυτή ήταν ελλιπής και επιλεκτική, ο δε υπάλληλος της εναγομένης που τους ενημέρωνε, τους υποχρέωνε να υπογράψουν στην αίτηση αγοράς τη δήλωση περί πλήρους κατανόησης των όρων ως «απαραίτητη τυπική διαδικασία», ενώ ήταν ολοφάνερο ότι γνώριζε ότι ουδόλως συνάδει με την αλήθεια, δεδομένων των γνώσεων και της εμπειρίας τους και της πολύπλοκης και εξειδικευμένης φύσης των προϊόντων». Ακολούθως με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, συμπληρώνοντας παραδεκτά την αιτιολογία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, απέρριψε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης της αναιρεσείουσας και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση, που είχε κάνει εν μέρει κατ’ ουσίαν δεκτή την από 14- 04-2016 αγωγή των αναιρεσιβλήτων και είχε υποχρεώσει την αναιρεσείουσα να καταβάλει νομιμοτόκως, ως αποζημίωση και εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τα αναφερόμενα στην απόφαση αυτή ποσά για κάθε αναιρεσίβλητο.
VI. Α. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 342, 914 και 922 του ΑΚ, καθόσον τα παραπάνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνιστούν, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τη σύμβαση (παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με σύσταση), παράνομη και υπαίτια (υπό τη μορφή του δόλου) συμπεριφορά του προστηθέντος υπαλλήλου της αναιρεσείουσας, λόγω παραβίασης των συναλλακτικών υποχρεώσεών της, που επιβάλλονται από την αρχή της καλής πίστης και τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις, υφίσταται δε μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της επελθούσας ζημίας των αναιρεσίβλητων, αιτιώδης σύνδεσμος, αφού η ανωτέρω συμπεριφορά ήταν ικανή, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη βλάβη αυτή, την οποία και επέφερε, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές του, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να στοιχειοθετείται, με την εν λόγω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του προστηθέντος της αναιρέσείουσας αδικοπραξία αυτών και να δικαιολογείται, έτσι, η παραδοχή της αγωγής των παραπάνω αναιρεσίβλητων. Ορθά, επίσης, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι ο αιτιώδης αυτός σύνδεσμος διακόπηκε με τη μεσολάβηση της ψήφισης του ειδικού νόμου στις 22.3.2013 και τα κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για τη θέση της αναιρεσείουσας σε εξυγίανση με ίδια μέσα, δυνάμει των οποίων τα ως άνω Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) αορίστου διάρκειας μετατράπηκαν υποχρεωτικά σε μετοχές Δ' τάξεως και στη συνέχεια σε συνήθεις
μετοχές της τράπεζας, με ονομαστική αξία εκάστης 0,01 ευρώ. Με βάση όσα δέχθηκε το Εφετείο για το ζημιογόνο γεγονός, τη ζημία των ως άνω αναιρεσίβλητων και τη μεταξύ αυτών σύνδεση, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάστηκε ως προς την επέλευσή του από τον ως άνω, μεταγενέστερο, ειδικό νόμο της 22.3.2013 "περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και Άλλων Ιδρυμάτων" και τα κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τα οποία, επομένως, αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας, δεδομένου ότι χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβουλή, την υπαίτια και με απατηλά μέσα παραπλάνηση αυτών και την αποσιώπηση των χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης επένδυσης, στο πλαίσιο οργανωμένου από την αναιρεσείουσα σχεδίου προσέλκυσης, από τους ανωτέρω υπαλλήλους της τον Μάιο 2011 και πρόκληση^ απόφασης των αναιρεσίβλητων πελατών της να επενδύσουν στα ένδικα επενδυτικά προϊόντα, δηλαδή υπό συνθήκες μη εξαπάτησής τους, σωστής πληροφόρησης περί των χαρακτηριστικών της ανωτέρω επένδυσης και ορθής παροχής υπηρεσιών, οι παραπάνω επενδυτές - καταναλωτές αναιρεσίβλητοι, δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ' αυτήν και θα απείχαν από τη συγκεκριμένη τοποθέτηση των χρημάτων τους, διατηρώντας αυτά στην περιουσία τους. Με βάση, λοιπόν, τα όσα έγιναν δεκτά από το Εφετείο η αγορά των ένδικων ομολόγων αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της εξαπάτησης των αναιρεσίβλητων και της παράβασης της ανωτέρω υποχρέωσης της αναιρεσείουσας για πληροφόρηση και παροχή υπηρεσιών σε αυτούς, που έλαβαν χώρα κατά το στάδιο πριν από την αγορά τους, ως συνέπεια δηλαδή της παραπλάνησης αυτών και της πλημμελούς πληροφόρησης εκ μέρους των προστηθέντων της αναιρεσείουσας, και, ως εκ τούτου, η ίδια η αγορά των ομολόγων, άρα και η ίδια η τοποθέτηση των χρηματικών ποσών τον Μάιο 2011, οι οποίες δεν απετράπησαν, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα της προηγηθείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας τράπεζας. Η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της αναιρεσείουσας προκάλεσε την ως άνω κρατική παρέμβαση και όχι η κρατική παρέμβαση την ανεπάρκεια. Επομένως, κατ' εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς (σύγκριση υποθετικής με υπάρχουσα περιουσιακή κατάσταση), η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις γενόμενες δεκτές ως παράνομες πράξεις των προστηθέντων της αναιρεσείουσας, ταυτοποιείται στο ύψος των χρηματικών ποσών που καθένας των ως άνω αναιρεσίβλητων τοποθέτησε στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσης τους. Η πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στους ανωτέρω πλείονες συρρέοντες νόμιμους λόγους ευθύνης και στη ζημία είναι από τα πράγματα πρόδηλη, αφού χωρίς τις συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις δεν θα είχαν επενδυθεί τα ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία των ανωτέρω αναιρεσίβλητων, η οποία, κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επήλθε ήδη κατά τον χρόνο σύναψης των επίδικων συμβάσεων, δεδομένου ότι συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των παραπάνω υπαλλήλων - προστηθέντων της αναιρεσείουσας οι ανωτέρω αναιρεσίβλητοι διέθεσαν στην αναιρεσείουσα τα (ισόποσα με τη ζημία τους) χρηματικά ποσά και έλαβαν ως αντιπαροχή, όχι αυτό που τους εμφάνισαν οι προστηθέντες της αναιρεσείουσας και προσδοκούσαν, ήτοι προϊόντα με χαρακτηριστικά βέβαιης και ασφαλούς τραπεζικής προθεσμιακής κατάθεσης, αλλά υβριδικούς τίτλους, άληκτους και χωρίς καμία
υποχρέωση της αναιρεσείουσας για εξαγορά των άνω επενδυτικών προϊόντων, αφού μόνο προαιρετικό ήταν το δικαίωμά της αυτό, με αποτέλεσμα να υπάρχει χρονική σύμπτωση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της προκληθείσας εξ αυτού ζημίας. Σε κάθε περίπτωση, ο απορριφθείς ισχυρισμός της αναιρεσείουσας περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, δεδομένου ότι το αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ή εάν επήλθε ή όχι διακοπή αυτού είναι ζητήματα πραγματικά, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Και τούτο διότι είναι όντως πραγματικό ζήτημα το αν ένα γεγονός υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτία, με την έννοια του αναγκαίου όρου, ενός αποτελέσματος ή αντίστροφα, καθώς και το εάν μεταξύ του γεγονότος και του αποτελέσματος μεσολάβησε ένα άλλο γεγονός, το οποίο διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο με το πρώτο και επέφερε αποκλειστικά το αποτέλεσμα. Τα ίδια ως άνω ισχύουν και για το επικαλούμενο από την αναιρεσείουσα διακοπτικό γεγονός της οικειοθελούς μετατροπής των ΜΑΕΚ σε μετοχές όσον αφορά τους αναφερομένους πρώτο και πέμπτο αναιρεσιβλήτους. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος, με τον οποίο η αναιρεσείουσα, κατ' επίκληση της ανωτέρω πλημμέλειας από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Οι πρόσθετες αιτιάσεις, που περιλαμβάνονται στον λόγο αυτό, σύμφωνα με τις οποίες το Εφετείο παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας: α) ότι μία επένδυση δεν μπορεί να συνιστά εξ ορισμού και ζημία, γιατί τότε δεν θα υπήρχαν επενδύσεις, β) ότι οι εκκρεμείς συμβατικές σχέσεις εξελίσσονται σύμφωνα με την βούληση των μερών, χωρίς ετερόνομες νομοθετικές παρεμβάσεις, που τις αλλοιώνουν, γ) ότι οι επενδύσεις υπόκεινται σε κινδύνους συνδεόμενους με τις συνθήκες της εγχώριας ή της διεθνούς αγοράς και το κρατούν οικονομικό κλίμα, χωρίς όμως η αφηρημένη δυνατότητα επέλευσή τους να αποτελεί την συνήθη πορεία των πραγμάτων και δ) ότι η εποπτεία των τραπεζών από την Κεντρική Τράπεζα μίας χώρας δεν κατατείνει στην εκμηδένιση της αξίας συγκεκριμένων επενδύσεων και συνεπώς η έκδοση του επιδίκου 103/29.3.2013 διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου αποτελεί ιδιαίτερα εξαιρετικό γεγονός, είναι απαράδεκτες γιατί τα ανωτέρω επικαλούμενα ως διδάγματα της κοινής πείρας δεν αποτελούν τέτοια διδάγματα, αλλά επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, με τα οποία πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιαστική κρίση του Εφετείου, ότι η ζημία των αναιρεσιβλήτων δεν προήλθε από τη μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές το έτος 2013, αλλά από το γεγονός ότι το έτος 2011, κατά το χρόνο κτήσης των Μ.Α.Ε.Κ., τα κεφάλαια των αναιρεσιβλήτων εξήλθαν από την περιουσία αυτών χωρίς να εισέλθει στην περιουσία τους ισοδύναμο μέγεθος, ποιοτικώς και ποσοτικώς, το οποίο αυτοί προσδοκούσαν και για το οποίο είχαν πεισθεί από την αναιρεσείουσα (δηλαδή επενδυτικό προϊόν με τα χαρακτηριστικά προθεσμιακής κατάθεσης), αλλά αντίθετα εισήλθε κάτι άλλο, το οποίο δεν επιθυμούσαν. Περαιτέρω, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ' αυτήν την απαιτουμένη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα με τις υποστηρίζουσες αυτό παραπάνω παραδοχές, ήτοι ότι ο κατονομαζόμενος στην απόφαση υπάλληλος - προστηθείς της αναιρεσείουσας, κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών με τη μορφή της σύστασης στους αναιρεσίβλητους - καταναλωτές, ενεργών στο πλαίσιο του αναφερόμενου οργανωμένου σχεδιασμού της αναιρεσείουσας και επί τη βάσει ρητών οδηγιών από τις κεντρικές υπηρεσίες αυτής* 1) προσέλκυσε τους αναιρεσίβλητους με απατηλά μέσα, ώστε να επενδύσουν στα ένδικα προϊόντα, ακόμα και με την απαλλαγή τους από την καταβολή ποινής για την πρόωρη εξόφληση προθεσμιακών τους καταθέσεων, 3) αποσιώπησε από αυτούς την πραγματική φύση και λειτουργία των επίδικων επενδυτικών προϊόντων, 3) εκ προθέσεως" απέκρυψε και δεν επισήμανε σ' αυτούς τους ιδιαιτέρως παραπάνω δυσμενείς όρους των ως άνω επενδυτικών προϊόντων, και ιδίως 5) σκοπίμως και παραπλανητικώς υπερτόνισε και προέβαλε τα φερόμενα ανωτέρω πλεονεκτήματα αυτών ήτοι το υψηλό τους επιτόκιο, αποσιωπώντας τους περιγραφόμενους κινδύνους, 6) παρέλειψε να διενεργήσει τον επιβαλλόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση έλεγχο καταλληλόλητας και συμβατότητας των ανωτέρω αναιρεσίβλητων, 7) παρέλειψε να θέσει και να γνωστοποιήσει σ' αυτούς το Ενημερωτικό Δελτίο της αναιρεσείουσας και σε κάθε περίπτωση, αν το έθεσε υπόψη τους, δεν κατέστησε κατανοητό το περιεχόμενο του από τους ανωτέρω αναιρεσίβλητους. Επιπλέον το Εφετείο αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δικαιολογείτο η εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων έλλειψη κατανόησης των αναγραφόμενων στο προαναφερόμενο Ενημερωτικό Δελτίο της αναιρεσείουσας, καθότι δέχεται ότι οι αναιρεσίβλητοι ήταν συντηρητικοί επενδυτές - καταναλωτές και δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή - μη "επαγγελματία" επενδυτή,
στερούμενοι ειδικών γνώσεων επένδυση και δέχεται ότι οι παραπάνω πράξεις και παραλείψεις του προστηθέντος της αναιρεσίβλητης προκάλεσαν στους αναιρεσίβλητους την απόφαση να προβούν στην ανωτέρω επένδυση, οι οποίοι, αν γνώριζαν εξαρχής τα πραγματικά δεδομένα των εν λόγω επενδύσεων, αναμφιβόλως δεν θα προέβαιναν στις συγκεκριμένες επενδυτικές επιλογές. Εξάλλου, δε διαλαμβάνονται αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το χρόνο επέλευσης της ζημίας των αναιρεσιβλήτων, αφού σαφώς αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η περιουσιακή ζημία επήλθε με την αγορά των Μ.Α.Ε.Κ. τον μήνα Μάιο του 2011, όταν τα κεφάλαια των αναιρεσίβλητων εξήλθαν από την περιουσία τους χωρίς να εισέλθουν σε αυτήν ισοδύναμα ποιοτικώς και ποσοτικώς μεγέθη, τα οποία οι αναιρεσίβλητοι προσδοκούσαν και για τα οποία είχαν πεισθεί από την αναιρεσείουσα (δηλαδή επενδυτικά προϊόντα με τα χαρακτηριστικά προθεσμιακής κατάθεσης), αντιθέτως δε στην περιουσία τους εισήλθε κάτι άλλο, το οποίο δεν επιθυμούσαν, δηλαδή σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, ιδιαιτέρως επισφαλή, μη παρέχοντα δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαίου, τα οποία, μάλιστα, δεν ήταν και ισάξια των χρημάτων που οι αναιρεσίβλητοι είχαν διαθέσει για την απόκτησή τους, χωρίς συνεπώς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ο 1ος και ο 5ος μετέτρεψαν το έτος 2012 τα ΜΑΕΚ σε μετοχές, αφού, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της αναιρεσείουσας ήδη κατά το χρόνο έκδοσης των Μ.Α.Ε.Κ., η πραγματική αξία αυτών δεν ήταν αντίστοιχη με την ονομαστική αξία τους, αλλά κατά πολύ υπολειπόμενη και δεν ήταν αναγκαία η αναφορά ετέρων αιτιολογιών. Επομένως, το δεύτερο από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ σκέλος του πρώτου λόγου της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Εξάλλου, αν και με τον πρώτο αναιρετικό λόγο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και η από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση «αποδοχή πραγμάτων παρά το νόμο ως αληθών χωρίς απόδειξη», δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός (ή οι ισχυρισμοί) που έλαβε υπόψη του το Εφετείο χωρίς απόδειξη και ποια ήταν η ουσιώδης επίδραση του στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, κατά το ως άνω σκέλος του ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι αόριστος.
VI.Β. Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προβάλλει αιτιάσεις σχετικά με την ουσιαστική παραδοχή του Εφετείου ότι, κατά το αμέσως προηγούμενο της έκδοσης των επίδικων ΜΑΕΚ χρόνο, είχε επέλθει καίριο πλήγμα στην κεφαλαιακή επάρκειά της ιδίας, λόγω της έκθεσης της σε υπερβολικό βαθμό σε Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), που την είχε καταστήσει, όπως χαρακτηρίζει το γεγονός αυτό, αφερέγγυα. Ο λόγος αυτός κατά το τρίτο και τέταρτο σκέλος από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τα οποία αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, ευθέως και εκ πλαγίου, των αρχών της Βασιλείας II, που αποτελούν Διεθνείς Κανόνες Εθιμικού Δικαίου, των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, του Ν. 3601/2007, της Οδηγίας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για . τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων του 2006 έως το 2011, του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου 39, του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 7 και των Κανονισμών 1606/2002 και 1126/2008 είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι, με όσα δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως ανωτέρω αναλυτικά εκτέθηκαν, δεν έκρινε επί της φερεγγυότητας ή μη της αναιρεσείουσας με τον εξειδικευμένο τεχνικό τρόπο που ορίζουν οι διεθνείς κανόνες που η αναιρεσείουσα παραθέτει ανωτέρω στην αίτησή της* αλλά με βάση την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της, κατέληξε στο συμπέρασμα περί αφερεγγυότητας αυτής, οι επικαλούμενες δε ως άνω αιτιάσεις ανάγονται σε επιχειρήματα, που η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε προς υποστήριξη της προβληθείσας από αυτήν εκδοχής, που δεν έγινε δεκτή από το Εφετείο, το οποίο κατέληξε σε πόρισμα διαφορικό από εκείνο που η αναιρεσείουσα θεωρεί σωστό. Κατά τα λοιπά, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης προβάλλονται αιτιάσεις περί εσφαλμένης κρίσης της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την κεφαλαιακή ανεπάρκεια και την αφερεγγυότητα της αναιρεσείουσας κατά το χρόνο έκδοσης των ΜΑΕΚ και τις επενδύσεις της σε Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) και περί εσφαλμένης κρίσης ως προς το χρόνο δέουσας απομείωσης των ΟΕΔ, οι οποίες ανάγονται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, στην αιτιολόγηση με το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και στη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το σαφές αποδεικτικό του πόρισμα και, συνεπώς, υπό την επίφαση των παραπάνω αναιρετικών λόγων, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττεται απαραδέκτως η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο (ΑΠ 1183/2021).
Κατά το άρθρο 559 αρ. 4 ΚΠολΔ. αναίρεση επιτρέπεται, και αν το δικαστήριο της ουσίας έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων. Το πλαίσιο της δικαιοδοσίας των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, ήτοι της εξουσίας της Πολιτείας προς άσκηση της δικαστικής λειτουργίας καθορίζεται από τα άρθρα 94 παρ. 2,3 και 4 του Συντάγματος και 1, 3, 12 επ., 22 επ. του ΚΠολΔ. Στην εξουσία αυτή της Πολιτείας, όπως οριοθετείται από το νόμο, υπάγονται όλες οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, το αντικείμενο της δίκης στα πολιτικά δικαστήρια είναι μόνο έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή αμφισβητήσεις ή έριδες των διαδίκων περί την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα βιοτικής σχέσης προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα. Υπέρβαση της δικαιοδοσίας αυτής υπάρχει, στις περιπτώσεις, που τακτικό πολιτικό δικαστήριο επιλήφθηκε υπόθεσης, μολονότι η συγκεκριμένη υπόθεση, κατά το νόμο, ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου δικαιοδοτικού οργάνου (ποινικού ή διοικητικού) ή των διοικητικών αρχών ή στη διεθνή δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαστηρίου ή είχε υπαχθεί εγκύρως στη διαιτησία ή συνέτρεχε προνόμιο ετεροδικίας (ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 1183/2021, ΑΠ 473/2021, ΑΠ 366/2020). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, για το παραδεκτό του λόγου αναίρεσης, πρέπει ο ισχυρισμός επί του οποίου στηρίζεται, έστω και αν ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο της ουσίας, να έχει προταθεί νομίμως ενώπιον αυτού και να γίνεται επίκληση στο αναιρετήριο της πρότασης αυτής, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη ή το δεδικασμένο. Και στις περιπτώσεις όμως αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν αφορά τη δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση,
πρέπει, τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται να είχαν υποβληθεί, στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (ΟλΑΠ 15/2000, ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 966/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον ίδιο δεύτερο, κατά το δεύτερο σκέλος, λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ. 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι αυτή εκδόθηκε επί θέματος που υπερβαίνει τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, γιατί το Εφετείο έκρινε περί των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, που καθορίζουν τη φερεγγυότητα της αναιρεσείουσας, ζήτημα για το οποίο μόνες αρμόδιες να αποφανθούν είναι οι Διοικητικές Αρχές που την εποπτεύουν και δη η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κεντρικών Τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και η Τράπεζα της Ελλάδος. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος, διότι στο δικόγραφο της αναίρεσης δεν αναφέρεται ότι η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε τα πραγματικά περιστατικά προς θεμελίωση της ως άνω αιτίασης στο δικαστήριο ουσίας. Σε κάθε περίπτωση, ο ανωτέρω λόγος είναι και αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, καθώς το αντικείμενο της παρούσας δίκης είναι η αποζημίωση των αναιρεσίβλητων από την αναιρεσείουσα Τράπεζα, λόγω αντισυμβατικής, παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της τελευταίας και των προστηθέντων υπαλλήλων της, αντικείμενο που υπάγεται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία, σε κάθε περίπτωση, έχουν δικαιοδοσία να αποφανθούν, έστω και παρεμπιπτόντως, επί κάθε θέματος, ακόμα και διοικητικής φύσης, το οποίο αποτελεί πρόκριμα και είναι αναγκαίο για την επίλυση της ιδιωτικής διαφοράς, που φέρεται ενώπιον τους(ΑΠ 2061/2022, ΑΠ11 83/2021, ΑΠ 1188/2021).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 10 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται "πράγματα", δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν στη θεμελίωση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση η αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομιστεί για αυτά οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφαση του, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για τα "πράγματα" που δέχθηκε ως αληθινά (ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 274/2021, ΑΠ 1058/2020, ΑΠ 1597/2018), χωρίς όμως να είναι απαραίτητο να αξιολογείται το καθένα χωριστά (ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 1186/2021, ΑΠ 1016/2020, ΑΠ 692/2020).Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, ο από τους αριθμούς 8 και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο του σκέλος, με το οποίο προβάλλεται ότι παρά το νόμο η προσβαλλόμενη απόφαση: α) δέχθηκε ως αληθινή την έλλειψη κεφαλαιακής επάρκειας και άρα την αφερεγγυότητα της αναιρεσείουσας Τράπεζας χωρίς να διατάξει αποδείξεις και β) έλαβε υπόψιν μη προταθέντα από τους ενάγοντες ισχυρισμό περί αφερεγγυότητας είναι αβάσιμος τόσο κατά το πρώτο μέρος του, αφού από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το αποδεικτικό πόρισμα αυτής διαμορφώθηκε με βάση τις προσκομισθείσες από τους διαδίκους αποδείξεις, μη δυνάμενη να θεμελιώσει τον προβαλλόμενο, ως άνω αναιρετικό λόγο (ούτε) η, μετά την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και εσφαλμένη, δικαστική κρίση, αφού η τελευταία, ως αναφερόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (πραγμάτων) είναι ανέλεγκτη αναιρετικά, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1083/2021,ΑΠ 665/2019), όσον και ως προς το δεύτερο μέρος αυτού, αφού στο ίδιο το δικόγραφο της αναίρεσης ρητά αναφέρεται ότι οι ενάγοντες είχαν ισχυριστεί ότι η τράπεζα προτού εκδώσει τα ΜΑΕΚ ήταν κεφαλαιακά ανεπαρκής και οι δυσμενείς όροι των ΜΑΕΚ ήταν ήδη ενεργοποιημένοι λόγω της επένδυσης της τράπεζας σε Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου.
VI. Γ. Κατά το άρθρο 300 παρ.1 εδ. α’ ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση, η οποία δυνατόν να οφείλεται είτε σε αθέτηση ενοχής που προϋπήρχε, είτε σε αδικοπραξία, είτε σε οποιαδήποτε άλλη αιτία και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του. Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι νομική και γι' αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος για την επέλευση της ζημίας του ή την έκτασή της, δηλαδή ως προς το αν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 698/2021, ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 551/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με αυτά που δέχθηκε και απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την προταθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση συνυπαιτιότητας των αναιρεσιβλήτων στην πρόκληση της ζημίας τους δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298 εδ. α', 300, 330, 914, 932 ΑΚ ευθέως ή εκ πλαγίου, είτε με την εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή του άρθρου 300 ΑΚ, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση σαφώς εκτίθεται ότι: 1) είναι αληθές ότι η αναιρεσείουσα Τράπεζα είχε εκδώσει «ενημερωτικό δελτίο», που περιείχε γενικές αναφορές στα ΜΑΕΚ και στους κινδύνους της επένδυσης σε αυτά 2) το δελτίο αυτό καταλαμβάνει 147 πυκνογραμμένες σελίδες, με τεχνικούς, οικονομικούς όρους, όπως «μετατρέψιμα αξιόγραφα», «ενισχυμένο κεφάλαιο», «αόριστη διάρκεια», «ελάσσων προτεραιότητα» (subordinated), «ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης», «ομόλογα αιώνια» και «perpetualbonds», οι οποίοι δεν είναι κατανοητοί από ένα μη συστηματικό ή «θεσμικό επενδυτή», με εξειδικευμένες μάλιστα οικονομοτεχνικές γνώσεις. 3) αν και το ίδιο το ενημερωτικό δελτίο στη σελίδα 41 αυτού θεωρεί ότι τα εκδιδόμενα ΜΑΕΚ, λόγω της ιδιαιτερότητας τους, απευθύνονται στον επενδυτή που «κατέχει γνώση και εμπειρία», η αναιρεσείουσα τράπεζα, δια του προστηθέντος υπαλλήλου της, απευθύνθηκε στους αναιρεσίβλητους, που ήσαν απλοί καταθέτες με γνωστό σε αυτήν συντηρητικό επενδυτικό προφίλ, αφού ανέκαθεν επιδίωκαν την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους, τα οποία και αποτελούσαν προϊόν αποταμίευσης και 4) οι αναιρεσίβλητοι πείσθηκαν από τις προηγηθείσες ρητές διαβεβαιώσεις του υπαλλήλου της αναιρεσείουσας περί του ασφαλούς και του επικερδούς σε σχέση με τις τραπεζικές καταθέσεις χαρακτήρα του προαναφερθέντος νέου τραπεζικού προϊόντος, χωρίς να έχουν τη γνώση και την εμπειρία να κατανοήσουν τους κινδύνους που εμπεριέχονταν σε αυτό. Οι ως άνω σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης αρκούν για να δικαιολογήσουν το αποδεικτικό της πόρισμα ότι δεν υφίσταται συντρέχουσα αμέλεια των αναιρεσιβλήτων στην πρόκληση της ζημίας τους, η οποία, κατά την αναιρεσείουσα συνίστατο στην μη ανάγνωση από αυτούς ή έστω στη μη επισκόπηση των επικεφαλίδων του ενημερωτικού δελτίου που η ίδια εξέδωσε για τα ΜΑΕΚ και τους κινδύνους επένδυσης σε αυτά. Επομένως, είναι αβάσιμο το πρώτο, από τους αριθμούς 1, 8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ σκέλος του τρίτου λόγου αναίρεσης, με το οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες: (α) ότι δεν έλαβε υπόψη της την θεμελιούμενη στο άρθρο 300 ΑΚ ένστασή της περί συντρέχοντος πταίσματος των αναιρεσιβλήτων στην πρόκληση της ζημίας τους, συνιστάμενου στη μη ανάγνωση από αυτούς, άλλως στη μη επισκόπηση των επικεφαλίδων του ενημερωτικού της δελτίου σχετικά με τις επενδύσεις σε ΜΑΕΚ και με τους κινδύνους των επενδύσεων αυτών, άλλως (β) ότι παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ.
Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του τρίτου αναιρετικού λόγου προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αριθμούς 1, 8, 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικές πλημμέλειες. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα αιτιάται ότι το Εφετείο με αυτά που δέχθηκε και απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την θεμελιούμενη στο άρθρο 300 ΑΚ ένσταση της αναιρεσείουσας, που συνίστατο στο ότι οι αναιρεσίβλητοι ευθύνονται και για την έκταση (τον μη περιορισμό) της ζημίας τους, αφού ελάμβαναν δίθίθηίθηίδανά εξάμηνο με την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους στα ΜΑΕΚ, όπου φαινόταν η μεταβαλλόμενη τρέχουσα χρηματιστηριακή τιμή των ΜΑΕΚ και επιπλέον ανέγραφαν και τη λέξη «Ομόλογο» και τη φράση «Έχετε επενδύσει σε Κθροδκαι Προθεσμιακές Καταθέσεις 0» και σαφώς η ως τότε πεποίθησή τους ότι τα ΜΑΕΚ ήταν καταθετικό προϊόν είχε μετά βεβαιότητας διαψευσθεί διότι δΐ3ΐβιτΐΘηΙδμε τέτοιο περιεχόμενο δεν περιλαμβάνονται για προθεσμιακές καταθέσεις, παραβίασε ευθέως και με ελλιπείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ , άλλως ότι έλαβε υπόψη του τον μη προταθέντα από τους αναιρεσίβλητους ισχυρισμό ότι οποιοσδήποτε υπάλληλος της αναιρεσείουσας τους καθησύχασε πειστικά ότι η επένδυσή τους είχε την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης και τέλος ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφων.
Όμως, σύμφωνα με τις κατά λέξη παρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και του εξ αυτών εξαχθέντος πορίσματος της ότι δεν υφίσταται αμελής συμπεριφορά των αναιρεσίβλητων ως προς την έκταση της ζημίας τους, δηλαδή στο μη περιορισμό της, το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298 εδαφ. α, 300, 330 και 914 ΑΚ. Τούτο διότι στην προσβαλλόμενη απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις εκτίθεται ότι οιαναιρεσίβλητοι προέβησαν στην επίδικη επένδυση στα ΜΑΕΚ, με τις περιγραφόμενες συνθήκες προσέγγισης και δόλιας παράπεισης αυτών με απατηλά μέσα, ακολουθώντας τις επενδυτικές συμβουλές της αναιρεσείουσας μέσω του προστηθέντος από αυτήν υπαλλήλου της, ότι οι σχετικοί όροι στο Ενημερωτικό Δελτίο της αναιρεσείουσας και συναφώς και στα υπογραφέντα από τους αναιρεσίβλητους έγγραφα για την αγορά των ΜΑΕΚ δεν ήταν κατανοητοί στον μέσο συντηρητικό αποταμιευτή - επενδυτή, που δεν διαθέτει ειδικές νομικές και χρηματοοικονομικές γνώσεις ούτε ειδικούς οικονομικούς συμβούλους και ότι μόνη η λήψη από τους αναιρεσίβλητους των εγγράφων ενημερώσεων (statements) δεν αποδεικνύει πλήρη και ουσιαστική γνώση της πραγματικής φύσης και λειτουργίας των εν λόγω προϊόντων και - προεχόντως - των κινδύνων τους από τους συγκεκριμένους, στερούμενους ειδικών νομικών και χρηματοοικονομικών γνώσεων, επενδυτές, στοιχεία, τα οποία κατά τη ζώσα επικοινωνία των αναιρεσίβλητων με τον συγκεκριμένο υπάλληλο επιμελώς αποσιωπήθηκαν, ενώ παρεσχέθησαν σαφείς και ρητές διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια του επενδυόμενου κεφαλαίου και την καταγραφή υψηλών αποδόσεων τόκου, με αποτέλεσμα να μη θεμελιώνεται συνυπαιτιότητα των αναιρεσιβλήτων και ως προς την έκταση της ζημίας των τελευταίων, με την μη ρευστοποίηση των ΜΑΕΚ και να δικαιολογείται έτσι η απόρριψη της σχετικής ένστασης καθ' ολοκληρίαν. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφατικές διατυπώσεις εκτίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά, που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση του δικαστηρίου περί μη συνδρομής των ως άνω όρων και προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 300 ΑΚ, περί συνυπαιτιότητας των αναιρεσιβλήτων στην πρόκληση και στην έκταση της ζημίας τους, ενώ δεν υφίστανται ελλείψεις, ανεπάρκεια στις αιτιολογίες αυτής ούτε αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με το χαρακτηρισμό των παραπάνω περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, και στηρίζουν πλήρως την κρίση του Εφετείου για την αποκλειστική υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας στην πρόκληση και την έκταση της ζημίας των ως άνω αναιρεσίβλητων. Εξάλλου, για την επέλευση των εννόμων συνεπειών της ΑΚ 300 έχει σημασία ο νόμιμος λόγος ευθύνης και ο διαγνωσθείς βαθμός του πταίσματος του ζημιώσαντος, αφού το δικαστήριο ασκεί τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχει η ανωτέρω διάταξη λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων και τη βαρύτητα του πταίσματος αυτού και συνεπώς η κακοπιστία της αναιρεσείουσας δεν έχει αναλώσει τα αποτελέσματά της και το νομικό της ενδιαφέρον απλώς και μόνο στην στοιχειοθέτηση της παράνομης συμπεριφοράς της, όπως αβάσιμα η ίδια υποστηρίζει. Επομένως, το δεύτερο από τους αριθμούς 1, 19 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, σκέλος του τρίτου λόγου αναίρεσης, είναι αβάσιμος, καθότι τo δευτεροβάθμιο Δικαστήριο: (α) απάντησε σε προταθέντα από την αναιρεσείουσα ισχυρισμό και (β) ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε το άρθρο 300 ΑΚ. Το ίδιο σκέλος του τρίτου αναιρετικού λόγου, κατά το μέρος του με το οποίο γίνεται επίκληση παραβίασης διδαγμάτων της κοινής είτε κατά την ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, είτε κατά την υπαγωγή των προαναφερόμενων πραγματικών περιστατικών σε αυτές είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο ποια είναι τα διδάγματα της κοινής πείρας που φέρεται ότι παραβιάστηκαν, ποια η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας στο συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, όπως προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας που το δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε και ποια η προβαλλόμενη ως ορθή έννοια του ίδιου κανόνα δικαίου, η οποία προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, που η απόφαση χρησιμοποίησε εσφαλμένα και παντελώς δεν αιτιολόγησε. Με τη διάταξη του αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδρασή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται, με την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασης τους, οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 14/2021). Δεν αποτελούν πράγματα οι αρνήσεις (αιτιολογημένες ή μη) ή οι ισχυρισμοί, που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων, και προβάλλονται προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 41/2021, ΑΠ 1028/2021), ούτε τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 883/2021, ΑΠ 514/2021, ΑΠ 989/2018). Ο λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 10.92/2021, ΑΠ 463/2021, ΑΠ 291/2021), ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 455/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ήδη αναφέρθηκε, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση και την από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι. δηλαδή, παρά το νόμο έλαβε υπόψη "πράγματα" τα οποία ουδέποτε προτάθηκαν από τους αναιρεσίβλητους και έχουν ουσιώδη επίδραση στην κατά το άρθρο 300 ΑΚ ένστασή της περί συνυπαιτιότητάς τους στην έκταση (μη περιορισμό) της ζημίας τους, επικαλούμενη ειδικότερα ότι οι αναιρεσίβλητοι ουδέποτε ισχυρίστηκαν ότι οποιοσδήποτε υπάλληλος της τους καθησύχασε πειστικά και γι' αυτό δεν προέβησαν σε ρευστοποίηση των ΜΑΕΚ που κατείχαν .
Όσον αφορά το ως άνω από τον αριθμό 8 σκέλος του τρίτου αναιρετικού λόγου λεκτέα είναι τα εξής: Η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από το ως άνω εκτεθέν περιεχόμενο της, αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί συντρέχοντος πταίσματος των αναιρεσιβλήτων ως προς την έκταση (τον περιορισμό) της ζημίας τους, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που συγκροτούν τον εν λόγω ισχυρισμό. Ειδικότερα, στο 16ο φύλλο της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Εφετείο δέχθηκε, ότι: «[...] η επιλογή της ρευστοποίησης θα αποτελούσε επιλογή στην οικονομική ζημία και όχι επιλογή περιστολής ζημίας, αφού ήταν εκτός του πεδίου ενδιαφέροντος τους (εννοείται των αναιρεσίβλητων) και των επιδιώξεών τους να διατηρήσουν ασφαλές και ακέραιο το κεφάλαιο τους, πεπεισμένοι, άλλωστε ότι αυτό θα γινόταν στη λήξη της πενταετίας. Προς επίρρωση των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι όταν η τράπεζα ανακοίνωσε ότι προέβη σε «Υποχρεωτική Ακύρωση Πληρωμής Τόκου» των ΜΑΕΚ για την περίοδο 31 Δεκεμβρίου 2011 - 29 Ιουνίου 2012, είχε ήδη εκδοθεί η ετήσια έκθεση περί εταιρικής διακυβέρνησης έτους 2011, στη σ. 278 της οποίας η τράπεζα ανακοίνωνε ότι «Κατά το έτος 2011 το Συγκρότημα έχει υποστεί σημαντική ζημία λόγω της απομείωσης των ΟΕΔ (Σημείωση 15) και σαν αποτέλεσμα στις 31 Δεκεμβρίου 2011 δεν πληρούσε τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας...». Αυτό, δηλαδή,
που υποθετικά θα προσέφεραν οι πελάτες προς πώληση τον Ιούνιο του 2012 ήταν ένας άληκτος τίτλος (perpetualbond), ο οποίος δεν ενσωμάτωνε υπόσχεση για επιστροφή κεφαλαίου, η δε υποχρέωση καταβολής τόκων τελούσε, μεταξύ άλλων, υπό την αίρεση της κεφαλαιακής επάρκειας της εκδότριας, η οποία, όμως, είχε ήδη ανακοινώσει ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις κεφαλαιακής επάρκειας. Καθίσταται επομένως προφανές ότι η αγοραία αξία των ΜΑΕΚ κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο ήταν πρακτικά μηδενική και ήταν απίθανο να εμφανισθεί οποιοδήποτε αγοραστικό ενδιαφέρον. Από τα ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι η εκποίηση των ΜΑΕΚ στη δευτερογενή αγορά αποτελούσε μεν θεωρητική δυνατότητα, δεν ήταν όμως εν τοις πράγμασι εφικτή». Επομένως, σύμφωνα με τις ως άνω παραδοχές του, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, προκειμένου να απορρίψει κατ' ουσίαν τη θεμελιούμενη στο άρθρο 300 ΑΚ ένσταση της αναιρεσείουσας περί συνυπαιτιότητας των αναιρεσιβλήτων ως προς την έκταση της ζημίας τους λόγω μη μεταγενέστερης εκποίησης των ΜΑΕΚ, δεν έλαβε υπόψη του τον μη προταθέντα από τους αναιρεσίβλητους ισχυρισμό ότι δεν ρευστοποίησαν τα ΜΑΕΚ που κατείχαν καθησυχαζόμενοι πειστικά από υπάλληλο της αναιρεσείουσας αλλά, αντίθετα, δέχθηκε ότι η επιλογή ρευστοποίησης των ΜΑΕΚ θα αποτελούσε επιλογή στην οικονομική ζημία και όχι επιλογή περιστολής της ζημίας, αφού τον Ιούνιο του 2012 η εμπορευσιμότητα των ΜΑΕΚ ήταν μηδενική. Ως εκ τούτου το ως άνω δεύτερο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 σκέλος του τρίτου αναιρετικού λόγου, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμο.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 20 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί, πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι αναφέρονται στο έγγραφο αυτό και, στη συνέχεια, εξαιτίας της παραμόρφωσης αυτής, καταλήγει σε αποδεικτικό πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα, ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, στηρίζοντας την κρίση του αποκλειστικά ή κυρίως στο έγγραφο που κατά τον τρόπο αυτό, παραμορφώθηκε. Επομένως, δεν ιδρύεται, ο αναιρετικός αυτός λόγος, όταν στο δικαστήριο της ουσίας, ενώ αναγιγνώσκει ορθώς, όπως αυτό έχει το περιεχόμενο του εγγράφου, εκτιμά ακολούθως αυτό κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ως ορθό, αφού η εκτίμηση αυτή του δικαστηρίου είναι, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αναιρετικώς ανέλεγκτη, αλλά ούτε και όταν το δικαστήριο της ουσίας, ακόμη και αν παραμόρφωσε το έγγραφο, περιορίστηκε να το συνεκτιμήσει με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να προσδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτό για το σχηματισμό της κρίσης του, χωρίς, δηλαδή, να στηρίξει το αποδεικτικό πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σε αυτό (ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 1431/2022, ΑΠ 78/2022, ΑΠ 257/2021). Παραμόρφωση εγγράφου συνιστά, πάντως, και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 51/2020, ΑΠ 194/2020, ΑΠ 922/2018). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, θα πρέπει στο αναιρετήριο να προσδιορίζονται: α) το έγγραφο που παραμορφώθηκε κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του, β) το αληθινό περιεχόμενο του φερόμενου ως παραμορφωθέντος εγγράφου, κατά λέξη παρατιθέμενο, γ) ποιο ακριβώς περιεχόμενο δέχθηκε το δικαστήριο ότι έχει το έγγραφο αυτό, ώστε από τη σύγκριση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου με εκείνο που φέρεται ότι δέχθηκε η απόφαση να είναι δυνατή η από τον Άρειο Πάγο κρίση περί ύπαρξης διαγνωστικού σφάλματος, δ) ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο, ε) ποια ουσιώδη επιρροή άσκησε η λανθασμένη ανάγνωση του εγγράφου επί του διατακτικού της απόφασης, δηλαδή το επιζήμιο συμπέρασμα για τον αναιρεσείοντα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο εξαιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου και στ) να εκτίθενται (ή να προκύπτει) ότι πρόκειται για έγγραφο από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 339 ή 432 ΚΠολΔ (ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 724/2021, ΑΠ 495/2021, ΑΠ 272/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση με το και από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αιτιάται ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφων αναφορικά με την ένσταση συνυπαιτιότητας των αναιρεσίβλητων στην έκταση (μη περιορισμό) της ζημίας τους. Ο ως άνω από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ επιμέρους αναιρετικός λόγος είναι αόριστος, διότι δεν αναφέρεται σε αυτόν ποια ακριβώς είναι τα έγγραφα το περιεχόμενο των οποίων παραμορφώθηκε, ποιο το ακριβές περιεχόμενο τους που φέρεται ότι παραμορφώθηκε, σε τι ακριβώς συνίσταται η παραμόρφωσή τους από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ποια ουσιώδη επιρροή άσκησε η λανθασμένη ανάγνωση του εγγράφου επί του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και ότι το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, στηριζόμενο αποκλειστικά ή κυρίως στα φερόμενα ως παραμορφωθέντα έγγραφα.
VI. Δ. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά τον νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (άρθρο 298 ΑΚ), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, και είναι, επίσης, δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 1481/2024, ΑΠ 1251/2024, ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 1083/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα προέβαλε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο νομότυπα με τις έγγραφες προτάσεις της την ένσταση περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, ισχυριζόμενη ότι από την τυχόν επιδικασθείσα στους αναιρεσίβλητους θετική ζημία πρέπει να αφαιρεθεί η ωφέλεια που αποκόμισαν αυτοί από τους τόκους που εισέπραξαν για το χρονικό διάστημα από 30-6-2011 έως 30-12-2011, που κατείχαν τα επίδικα ΜΑΕΚ, η οποία ωφέλεια αναφέρεται συγκεκριμένα κατά ποσό για κάθε αναιρεσίβλητο, καθόσον η ωφέλεια αυτή συνδέεται αιτιωδώς με την αποδιδόμενη στην ίδια ζημιογόνο δράση, αφού χωρίς αυτήν οι αναιρεσίβλητοι δεν θα παραχωρούσαν το κεφάλαιο τους για την αγορά των ΜΑΕΚ και συνεπώς δεν θα ελάμβαναν τόκους. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε με την υπ' αριθ. 30/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Με τον έβδομο λόγο της έφεσής της κατά της πρωτόδικης απόφασης η αναιρεσείουσα επανέφερε τον άνω ισχυρισμό της περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, επικαλούμενη ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε. Το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του (βλ. πίσω όψη 11ου φύλλο και πρώτη όψη του 12ου φύλλου), κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Τέλος, τα ποσά των τόκων που έλαβαν οι ενάγοντες κατά την περίοδο από 30.06.2011 έως 30.12.2011, ήτοι το ποσό των 2.425,48 ευρώ ο πρώτος, το ποσό των 808,49 ευρώ η δεύτερη, ο τρίτος και η τέταρτη, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Νικόλαου Βέβελου, το ποσό των 1.867,62 ευρώ ο πέμπτος και το ποσό των 404,25 ευρώ η έκτη αυτών, δεν είναι κέρδος των εναγόντων από τη ζημία τους, αλλά απότοκος της συναφθείσας μεταξύ αυτών και της εναγομένης σύμβασης με συγκεκριμένες απολήψεις. Πράγματι, οι τόκοι που έλαβαν οι ενάγοντες ως απόδοση των χρεογράφων είναι μεν κέρδος τους από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην όμως το κέρδος αυτό προέρχεται όχι από τη ζημία που υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου της, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύτηκε με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς στους ενάγοντες. Έτσι οι τελευταίοι δικαιούνται να κρατήσουν το σύνολο των εισπραχθέντων τόκων. Επίσης, η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία των εναγόντων, θα αντέκειτο στις αρχές της καλής πίστης, αφού οι τελευταίοι έχουν ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου τους, απορριπτομένης ως κατ' ουσίαν αβάσιμης της ένστασης της εναγομένης περί συνυπολογισμού στην αποζημίωση των εναγόντων του ποσού των τόκων που αυτοί έλαβαν, καθώς και του ποσού, που αντιστοιχεί στην ονομαστική αξία των μετοχών, που οι ενάγοντες κατέχουν σήμερα». Έτσι που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του και απέρριψε τον σχετικό λόγο της έφεσης της αναιρεσείσουσας, που συνιστά ένσταση συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας αναφορικά με το ποσό των τόκων που έλαβαν οι αναιρεσίβλητοι ως απόδοση καρπών των ένδικων επενδυτικών προϊόντων, κρίνοντας με επάλληλη αιτιολογία, κυρίως μεν ότι η άνω προβληθείσα από αυτήν ένσταση είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη και σε κάθε περίπτωση (δηλαδή εφόσον κριθεί ότι είναι νόμιμη) είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, γιατί «ο συνυπολογισμός των εισπραχθέντων τόκων ως κέρδους στη ζημία των εφεσιβλήτων θα ήταν αντίθετος στην καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών υπό τις οποίες οι εφεσίβλητοι προέβησαν στην αγορά των επίδικων επενδυτικών προϊόντων» ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 298 εδ. Α, 914, 930 παρ. 3 ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, καθόσον, ενόψει του ότι προϋπόθεση για τον συνυπολογισμό είναι να προήλθε το κέρδος και η ζημία από το ίδιο επιζήμιο γεγονός, δεν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση η προϋπόθεση αυτή, αφού το Εφετείο δέχθηκε, ειδικότερα, ότι το κέρδος δεν προκλήθηκε από το επιζήμιο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου των αναιρεσιβλήτων, το οποίο (επιζήμιο γεγονός) οφείλεται στην ως άνω παράνομη και δόλια συμπεριφορά του προστηθέντοςτης αναιρεσείουσας που δημιούργησε σε κάθε αναιρεσίβλητο, αντίστοιχα, την πεπλανημένη πεποίθηση ότι θα του αποδίδοταν μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα, ακέραιο το κεφαλαίο της επένδυσής του, αλλά από το μη επιζήμιο διαφορετικό γεγονός της παραχώρησης του κεφαλαίου του προς εκμετάλλευση, που στηριζόταν στην απόκτηση της κυριότητας των τίτλων και απέδωσαν ως καρπούς τους εισπραχθέντες από τους αναιρεσίβλητους τόκους, τους οποίους αυτοί ανέμεναν να αποκομίσουν. Επιπλέον ο προταθείς από την αναιρεσείουσα συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις στην συναλλακτική καλή πίστη, που δεν ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβαίνει προς όφελος των ζημιωσάντων. Επομένως και ο τέταρτος, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚπολΔ, λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος, είναι αβάσιμος. Παράλληλα, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ' αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε εκ πλαγίου, αφού αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό πόρισμα της, απόρριψης της παραπάνω ένστασης της αναιρεσείουσας. Επομένως και το δεύτερο από τον αριθμό 19 του άρθρου του άρθρου 559 ΚΠολΔ, σκέλος του τέταρτου λόγου αναίρεσης είναι αβάσιμος.
VII. Η προδικαστική παραπομπή, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 19 παρ. 3 στοιχ. β', της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), αποτελεί θεμελιώδη μηχανισμό του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σκοπός της είναι η διασφάλιση της ενιαίας ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου αυτού στην Ένωση, με την παροχή στα δικαστήρια των κρατών μελών ενός μέσου το οποίο τους επιτρέπει να υποβάλλουν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) προδικαστικά ερωτήματα, σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή το κύρος των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης. Το ΔΕΕ έχει αρμοδιότητα να αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας ή του κύρους του δικαίου της Ένωσης, που ασκείται με αποκλειστική πρωτοβουλία του εθνικού δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το αν οι διάδικοι της κύριας δίκης έχουν εκφράσει ή όχι την επιθυμία για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο. Στο εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η διαφορά και το οποίο φέρει την ευθύνη της απόφασης, που θα εκδοθεί, εναπόκειται αποκλειστικά να εκτιμά, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής απόφασης, προκειμένου να εκδώσει τη δική του απόφαση, όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Τα δικαστήρια, δηλαδή, των κρατών μελών μπορούν να υποβάλλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία ή το κύρος του δικαίου της Ένωσης, εφόσον εκτιμούν ότι η επίλυση του ζητήματος από το Δικαστήριο είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής τους απόφασης (άρθρο 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ). Η υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη, ιδίως όταν ανακύπτει ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου νέο ερμηνευτικό ζήτημα, το οποίο έχει γενικότερη σημασία για την ενιαία εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ή όταν η υφιστάμενη νομολογία δεν μπορεί να παράσχει τις διευκρινίσεις, που είναι αναγκαίες σε ένα καινοφανές νομικό ή πραγματικό πλαίσιο. Ωστόσο, όταν ανακύπτει ζήτημα σε υπόθεση εκκρεμή ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, το δικαστήριο αυτό οφείλει να υποβάλει στο Δικαστήριο τέτοιο ερώτημα (άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ), εκτός εάν υπάρχει ήδη σχετική νομολογία ή εάν δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία, ως προς την ορθή ερμηνεία του οικείου κανόνα δικαίου (ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 948/2021, ΑΠ 423/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με το δικόγραφο της ένδικης αίτησης αναίρεσης και με το από 12.12.2024 σημείωμα της προς το Α3 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, επικουρικά υπέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αίτημα διατύπωσης προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) με το ακόλουθο περιεχόμενο: «αφενός ως προς την δυνατότητα παρεμπίπτοντος ελέγχου από ένα ελληνικό πολιτικό δικαστήριο του διοικητικής φύσεως ζητήματος της φερεγγυότητας ενός αλλοδαπού (κυπριακού) πιστωτικού ιδρύματος και αφετέρου αν εν προκειμένω τίθεται ζήτημα παραβίασης από την Τράπεζά μας σειράς κρίσιμων ευρωπαϊκών νομοθετημάτων και δη των αρχών της Βασιλείας II και III, των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, του Ν. 3601 /2007 και της Οδηγίας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων του 2006 έως του 2011, του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου 39 και του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 7, των Κανονισμών 1606/2002 και 1126/2008 αναφορικά με την λογιστική απεικόνιση των ΟΕΔ στις Οικονομικές Καταστάσεις της Τράπεζάς μας για το έτος 2010 καθώς και για την εν γένει τήρηση ή μη των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζάς μας για το έτος 2010». Όμως, ενόψει των όσων αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, σχετικά με την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 147, 149, 297, 298, 330, 914, 281, 288 ΑΚ, 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1 και 2 και 25 Ν. 3606/2007, και 8 του ν. 2251/1994, ως προς τις οποίες είναι πάγια η ερμηνεία και η νομολογία του Αρείου Πάγου και επί των οποίων ερείδεται η ένδικη υπόθεση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης σε βάρος της αναιρεσείουσας, δεν συντρέχει λόγος υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, κατά το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ως προς τα παραπάνω τιθέμενα από την αναιρεσείουσα, με την αόριστη επίκληση διατάξεων Ενωσιακού Δικαίου, Οδηγιών, Κανονισμών και Διεθνών Προτύπων, ζητήματα, η επίλυση των οποίων δεν είναι αναγκαία ούτε καθοριστική για την παρούσα υπόθεση. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί το σχετικό αίτημα της αναιρεσείουσας.
VIII. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση αυτής, παραβόλου του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚπολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των πρώτου, πέμπτου και έκτης αναιρεσίβλητων, οι οποίοι παρέστησαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού τους αιτήματος (άρθρα 176, 183, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). όπως ορίζεται, ειδικότερα, στο διατακτικό.
για τουσ λογουσ αυτουσ
- Απορρίπτει την από 7-12-2022 αίτηση της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.Τ.Δ)» για αναίρεση της 46/15-12-2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας.
- Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
- Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των πρώτου, πέμπτου και έκτης αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Απριλίου 2025.
η αντιπροεδροσ
και ταύτης καθώς και του αρχαιότερου μέλους αποχωρησάντων,, η αρχαιότερη της σύνθεσης Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 19 Αυγούστου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ και ήδη Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ