Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


ΠΠρΑθ 1470/2017

Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Cocos). Πλημμελής παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Μη συνυπολογισμός των τόκων στη ζημία των εναγόντων.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1470/2017

ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αγγελική Τσώλα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χριστίνα Ρούτη, Πρωτοδίκη και Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Μαριάνθη Μισαηλίδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 6 Απριλίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ... και 18) ... οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο διά των πληρεξουσίων δικηγόρων Μιχαήλ Μαρκουλάκου και Ευαγγελίας Καούρη.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία,

«ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ», νομίμως εκπροσωπούμενης, εδρεύουσας στην Αγ. Παρασκευή Λευκωσίας Κύπρου, επί της οδού Στασίνου αρ. 51 και νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα, επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας αρ. 192, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της Μαρίας Φερφέλη και Κωνσταντίνου Παπαδιαμάντη 2) ... κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής, οδός ... ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ελένης Βαλσαμίδη και 3) ..., κατοίκου Ραφήνας Αττικής, οδός ... ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ευάγγελου Μαλάμη.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 22-07-2014 και με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης 78723/2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2815/2015 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 04-08-2015 και προσδιορίστηκε για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την σειρά του σχετικού πινακίου και κατά την συζήτηση της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στην συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο έκδ. 2004 σελ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος έκδ. 1999 σελ. 599-600) και 25 Ν.3606/2007. Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 Ν 2251/1994, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ 4 Ν 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιαδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του (ΠολΠρΑΘ 1512/2012, ΝοΒ 2012, σ. 1412, ΠολΠρΑΘ 493/2012, ΝοΒ 2013, σ. 2136, ΠΠρΠατρ 244/2015, ΠΠρΛαρ35/2015, ΠΠρΗρ 159/2014, ΤΝΠ Νόμος). Συγκεκριμένα από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3, 4 του Ν 2251/1994, κατά τις οποίες: Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία περιουσιακή ή ηθική βλάβη που προκάλεσε υπαιτίως και παρανόμως κατά την παροχή των υπηρεσιών. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται, όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική ανεξαρτήτως προϋφιστάμενης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης της, λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (βλ. ΑΠ 589/2001 ΕΕΝ 69,613, ΕφΠειρ 862/2005 ΔΕΕ 2005,1996 ΠΠΠατρ. 244/2015- ΠΠΛαρ 35/2015- ΠΠρΗρ. 159/2014). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (Βλ. ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη 2003,419, ΑΠ 274/1999 ΕλλΔνη 1999,1298). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (Βλ. ΑΠ 589/2001, ό.π., ΕφΑΘ 2556/2010 ΕλλΔνη 2011,251, ΕφΠειρ 826/2005 ό.π., Εφθεσ 147/2005 ΕπισκΕμπΔ 2005,168, ΕφΑΘ 2214/2001 ΔΕΕ 2001,620, ΠΠρΑθ 1512/2012, ΝοΒ 2012, σ. 1412). Εξάλλου με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3606/2007, (με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ), κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, (ως τέτοια δε νοούμενης της παροχής προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του, είτε με πρωτοβουλία της ΑΕΠΕΥ σχετικά με μία ή με περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, κατ' άρθρο 4 παρ. 1 εδ. ε ν. 3606/2007) και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, οι ΑΕΠΕΥ, όπως και οι τράπεζες κατ' άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3606/2007 οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό, και να λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι πληροφορίες που παρέχουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημιστικών ανακοινώσεων πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Περαιτέρω, πρέπει να τους παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στοιχείων και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν, κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα ζητήματα αυτά, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν, ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι' αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Από τα ανωτέρω και σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας προκύπτει ότι, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών προσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, έτσι ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως. Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (ΑΠ 1738/2013 ΝΟΜΟΣ ΕφΑΘ 4841/2014 δημ. «ΝΟΜΟΣ»- ΠΠρΑΘ 493/2012, ΝοΒ 2013 σ.2136- ΠΠρΑΘ. 7169/2010, τράπεζες, ΝοΒ 2011, σ.351- Ψυχομάνης, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές  ΔΕΕ 2010, σ. 867-868). Τέλος, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα perpetual bonds, δηλαδή «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως, «διηνεκή» ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας», ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεώγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο συνάψεως ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρία ή ένα κράτος, παρέχονται στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απολήψεως των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση -επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξία μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως του ομολόγου, κατ' ελεύθερη αυτού βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές, ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρίες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημερώσεως του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι, η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθυγνώστη επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και την λειτουργία τους. Η παράβαση δε της υποχρέωσης ενημέρωσης του επενδυτή συνιστά παράνομη συμπεριφορά της εκδότριας των "perpetual bonds" τράπεζας και ιδρύει ευθύνη της τελευταίας σε αποζημίωση του, κατ' άρθρα 281,288 και 914ΑΚ και 25 Ν.3606/2007 (ΕφΑΘ 4841/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ και Χρ.Δ. τ. 1/2015, σ. 136- Ψυχομάνης, ο.π. ΔΕΕ 2010, σ. 863 και 866-867).

 

 

Με την υπό κρίση αγωγή τους εκθέτουν οι ενάγοντες, ότι οι μνημονευόμενοι στις αγωγές υπάλληλοι - προστηθέντες της νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα πρώτης εναγόμενης κυπριακής τραπεζικής εταιρείας, με την οποία συναλλάσσονταν στο πλαίσιο της συνάψεως συμβάσεων τραπεζικών καταθέσεων χρημάτων και δη προθεσμιακών καταθέσεων, έχοντας αναπτύξει πολυετή σχέση εμπιστοσύνης, τους συνέστησαν με πρωτοβουλία της πρώτης εναγομένης, παρέχοντας σ' αυτούς προφορική, συνοπτική, αποσπασματική, μονομερή και μη αντικειμενική ενημέρωση καθώς και σχετική επενδυτική συμβουλή, να τοποθετήσουν τα χρήματα τους σε ένα νέο τραπεζικό προϊόν, το οποίο τους παρέστησαν ως όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση και το οποίο θα είχε πενταετή διάρκεια και σταθερό ετήσιο επιτόκιο 5,5% και με καταβολή των τόκων ανά εξάμηνο στο λογαριασμό ταμιευτηρίου. Ότι πεισθέντες από τις διαβεβαιώσεις των εν λόγω υπαλλήλων προέβησαν το Μάιο του 2009 στην κατάρτιση με την εναγομένη συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και συμβάσεως αγοράς Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου (Μ.Α.Κ.) εκδόσεως της τελευταίας, με την αναγραφόμενη στην αγωγή αξία για καθέναν εξ αυτών (των εναγόντων). Ότι για το αμέσως προσεχές διάστημα ελάμβαναν τους αντιστοιχούντες στην επένδυση τους τόκους, και, για το λόγο αυτό δεν χρειάστηκε να αναρωτηθούν περί της καταλληλότητας του τραπεζικού προϊόντος, στο οποίο είχαν τοποθετήσει τα χρήματα τους. Ότι εν συνεχεία και με πρωτοβουλία πάλι των υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης, τους προέτρεψαν κατά το Μάιο του 2011 και κατά τον παρατιθέμενο στο αγωγικό δικόγραφο τρόπο, να ανανεώσουν την επένδυση τους, ανταλλάσσοντας τα τραπεζικά προϊόντα που είχαν ήδη λάβει με νέα, τα οποία θα είχαν συμφερότερους γι’ αυτούς όρους και υψηλότερο επιτόκιο, ήτοι 6,5%, διάρκειας πέντε ετών, με περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου. Ότι και σε αυτή την περίπτωση, πεισθέντες από τις διαβεβαιώσεις των εν λόγω υπαλλήλων, οι οποίοι μάλιστα τους παρουσίαζαν την εν λόγω επένδυση ως ιδιαίτερα δελεαστική και απόλυτα συμβατή με το δικό τους επενδυτικό προφίλ, προέβησαν το Μάιο του 2011 στην κατάρτιση με την εναγομένη συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και συμβάσεως αγοράς Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) εκδόσεως της τελευταίας, αξίας 142.051 ευρώ ο πρώτος, 83.526 ευρώ οι δεύτερος και τρίτη των εναγόντων, 17.050 ευρώ ο τέταρτος εξ αυτών, 21.500 ευρώ οι πέμπτος και έκτη εξ αυτών, 44.509 οι έβδομος και όγδοη, 40.000 ο ένατος, 4.000 η δέκατη, 16.000 ευρώ οι δέκατη και ενδέκατος, 28.902 ευρώ οι δωδέκατη, δέκατος τρίτος και δέκατος τέταρτος εξ αυτών, 2.500 ευρώ ο δέκατος πέμπτος, 48.410 ευρώ οι δέκατη έκτη και δέκατος έβδομος και 44.509 ευρώ ο δέκατος όγδοος εκ των εναγόντων. Ότι τα προειρημένα αξιόγραφα δε λειτουργούσαν σαν προθεσμιακή κατάθεση με ορισμένη διάρκεια, σταθερό επιτόκιο, περιοδική απόδοση τόκων και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, αλλά στην πραγματικότητα δεν ανταποκρίνονταν στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ, ενώ χαρακτηρίζονταν από τους μνημονευόμενους στην αγωγή υψηλούς κινδύνους, τους οποίους οι ενάγοντες αγνοούσαν κατά τον ως άνω χρόνο αγοράς των επίμαχων ομολογιών, λόγω ελλείψεως κατάλληλης ενημέρωσης τους από τους προαναφερθέντες μη εξειδικευμένους υπαλλήλους της εναγομένης, οι οποίοι παράλληλα τους εξαπάτησαν, με απώτερο σκοπό την εκ μέρους της εναγομένης άντληση όσο το δυνατόν περισσότερων κεφαλαίων. Ότι περί το μέσο του μηνός Ιουνίου του έτους 2012 ενημερώθηκαν από την πρώτη εναγομένη, ότι αυτή θα ακύρωνε και δε θα κατέβαλλε τον τόκο του πρώτου εξαμήνου του ίδιου έτους, επικαλούμενη προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας και περιορισμένης ρευστότητας. Ότι εξαιτίας της οικονομικής καταστάσεως της εναγομένης μετατράπηκαν εν συνεχεία τα Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές, στερούμενες οποιασδήποτε αξίας, με συνέπεια οι ενάγοντες να απολέσουν το προαναφερόμενο κεφάλαιο αυτών και να υποστούν εξ αυτού του λόγου την εκτιθέμενη στο αγωγικό δικόγραφο ηθική βλάβη. Ότι διά της ανωτέρω συμπεριφοράς της η εναγόμενη παραβίασε τις υποχρεώσεις της για ακριβή και πλήρη ενημέρωση τους, ενώ παράλληλα τους δημιούργησε πεπλανημένη πεποίθηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αποσιώπηση της αλήθειας, κατευθύνοντας δόλια τη βούληση τους. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος σε εταιρείες του συγκροτήματος της πρώτης εναγομένης και μέλος σε διοικητικά συμβούλια αυτών, καθώς επίσης και Γενικός Διευθυντής, νόμιμος πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της πρώτης εναγομένης στην Ελλάδα, ενώ ο τρίτος εναγόμενος ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της «ΚΥΠΡΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Υπηρεσιών», θυγατρική εταιρεία της πρώτης εναγομένης, καθώς και Διευθυντής Χρηματιστηριακών Υπηρεσιών Θεματοφυλακής κα Επενδυτικής Τραπεζικής Ελλάδος. Ότι και οι δύο εκ των ως άνω εναγομένων ήταν αυτοί που οργάνωσαν την εκστρατεία πώλησης των Μ.Α.Κ. και εν συνεχεία ανταλλαγής τους με Μ.Α.Ε.Κ., διαμορφώνοντας αρχικά την επιχειρηματολογία πώλησης τους και δημιουργώντας εν συνεχεία πίεση στο προσωπικό της πρώτης εναγομένης, προκειμένου να προωθηθούν τα εν λόγω προϊόντα και παρακολουθώντας τέλος την πορεία πώλησης των προϊόντων και αντιστοίχως επιδοκιμάζοντας ή δημιουργώντας συνθήκες πίεσης στο προσωπικό, ώστε να επιτευχθούν οι τεθέντες στόχοι για την σχεδιασμένη προώθηση των τραπεζικών προϊόντων. Ότι με αυτόν τον τρόπο και οι δεύτερος και τρίτος εκ των εναγομένων τους προκάλεσαν, από κοινού με την πρώτη εναγομένη την εκτενώς εκτιθέμενη στην αγωγή ζημία. Ότι τα προειρημένα αξιόγραφα δεν λειτουργούσαν σαν προθεσμιακή κατάθεση με ορισμένη διάρκεια, σταθερό επιτόκιο, περιοδική απόδοση τόκων και εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου και ούτε ανταποκρίνονταν στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ, ενώ χαρακτηρίζονταν από τους μνημονευομένους στην αγωγή υψηλούς κινδύνους, τους οποίους οι ενάγοντες αγνοούσαν κατά τον ως άνω χρόνο αγοράς των επίμαχων ομολογιών, λόγω έλλειψης κατάλληλης ενημέρωσης τους από τους προαναφερθέντες μη εξειδικευμένους υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης, οι οποίοι παράλληλα τους εξαπάτησαν, με απώτερο σκοπό την εκ μέρους της πρώτης εναγομένης άντληση όσο το δυνατόν περισσότερων κεφαλαίων. Με βάση τα περιστατικά αυτά και εκθέτοντας περαιτέρω ότι οι ίδιοι επέχουν θέση καταναλωτή στις ένδικες συμβάσεις, καθώς είναι οι τελικοί αποδέκτες των υπηρεσιών της εναγομένης, οι οποίες (υπηρεσίες) δεν σχετίζονται προς το αντικείμενο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, αιτούνται να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να τους καταβάλουν εις ολόκληρον τα εξής ποσά: 1) στον πρώτο των εναγόντων το ποσό των 142.051 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας και το ποσό των 120.000 ευρώ για την ανόρθωση της ηθικής του βλάβης ένεκα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης ως περιγράφεται ανωτέρω, 2) στους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων το ποσό των 83.526 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής τους ζημίας και στον καθέναν εξ αυτών το ποσό των 15.000 ευρώ για την ανόρθωση της ηθικής τους βλάβης, 3) στον τέταρτο εξ αυτών το ποσό των 17.050 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας και το ποσό των 10.000 ευρώ για την ανόρθωση της ηθικής του βλάβης, 4) στους πέμπτο και έκτη εξ αυτών το ποσό των 21.500 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής τους ζημίας και στον καθέναν εξ αυτών το ποσό των 10.000 ευρώ για την ανόρθωση της ηθικής τους βλάβης, 5) στον έβδομο και όγδοη των εναγόντων το ποσό των 44.509 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής τους ζημίας και στον καθέναν εξ αυτών το ποσό των 13.000 ευρώ για την ανόρθωση της ηθικής τους βλάβης, 6) στον ένατο το ποσό των 40.000 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας και το ποσό των 12.000 ευρώ για την ανόρθωση της ηθικής του βλάβης, 7) στην δέκατη εξ αυτών το ποσό των 4.000 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας, 8) στη δέκατη και ενδέκατο εκ των εναγομένων το ποσό των 16.000 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής τους ζημίας και στον καθέναν εξ αυτών το ποσό των 10.000 ευρώ για την ανόρθωση της ηθικής τους βλάβης, 9) στους δωδέκατο, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο εξ αυτών το ποσό των 28.902 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής τους ζημίας και στον καθέναν εξ αυτών το ποσό των 3.000 για την ανόρθωση της ηθικής τους βλάβης (παραιτούμενοι από το ποσό των 7.000 ευρώ έκαστος που είχαν αρχικά αιτηθεί επιπλέον για το συγκεκριμένο λόγο), 10) στον δέκατο πέμπτο εξ αυτών το ποσό των 2.500 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας και το ποσό των 1.000 ευρώ για την ανόρθωση της ηθικής του βλάβης (παραιτούμενος από το ποσό των 9.000 ευρώ που είχε αρχικά αιτηθεί επιπλέον για το συγκεκριμένο λόγο), 11) στη δέκατη έκτη και δέκατο έβδομο εξ αυτών το ποσό των 48.410 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής τους ζημίας και στον καθέναν εξ αυτών το ποσό των 15.000 ευρώ για την ανόρθωση της ηθικής τους βλάβης και 12) στον δέκατο όγδοο εξ αυτών το ποσό των 44.509 για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας και το ποσό των 13.000 ευρώ για την ανόρθωση της ηθικής του βλάβης, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Τέλος ζητούν να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης τους.

 

 

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή που περιέχει συρροή νομίμων βάσεων των ενδίκων αξιώσεων, καθώς οι ενάγοντες στηρίζουν την ένδικη αξίωση τους προς αποζημίωση τόσο στις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης ουσιαστικές διατάξεις με βάση τις επικαλούμενες συμβάσεις παροχής επενδυτικών συμβουλών και επενδυτικών υπηρεσιών, στις οποίες και συμβλήθηκαν με την ιδιότητα του καταναλωτή, όσο και σε αυτές περί αδικοπραξιών του Α.Κ., και φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας, καθώς οι διάδικοι είναι κάτοικοι διαφόρων Κρατών - Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία, προκειμένου να τη δικάσει [άρθρο 8 παρ. 1 του Κανονισμού (EE) 1215/2012], ως το Δικαστήριο του τόπου κατοικίας δύο εκ των τριών εναγομένων και συγκεκριμένα του δεύτερου και τρίτου εξ αυτών, δεδομένου ότι υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών, ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικαστούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων λόγω της χωριστής εκδίκασης τους. Το δικάζον Δικαστήριο τυγχάνει επιπροσθέτως καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 8 παρ. 1 του Κανονισμού (EE) 1215/2012, 7, 9, 12-14, 18, 25 παρ. 2, 31, 35, 37 και 74 ΚΠολΔ), προκειμένου να εκδικάσει με την αρμόζουσα τακτική διαδικασία την υπό κρίση διαφορά. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις προεκτεθείσες στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως διατάξεις των άρθρων 281, 288, 297, 298, 330, 914, 919, 932 ΑΚ, 1 παρ. 4, 8, 9α, 9δ και 9ε Ν. 2251/1994 και 25 Ν. 3606/2007 καθώς και σ' αυτές των άρθρων 299, 346, 922 ΑΚ, 386ΠΚ, 3 § 2 Ν. 3606/2007, 218, 219, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι επί της υπό κρίση διαφοράς με στοιχεία αλλοδαπότητας είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο (lex causa) τόσο ως lex contractus, διότι, ελλείψει προγενέστερης, της παρούσας δίκης, συμφωνίας των διαδίκων περί επιλογής του εφαρμοστέου στις μεταξύ τους σχέσεις δικαίου, οι ενάγοντες θεμελιώνουν τα ένδικα δικαιώματα τους από τις εκτεθείσες συμβάσεις στο ημεδαπό δίκαιο, δίχως να προκύπτει σχετική αμφισβήτηση εκ μέρους της πρώτης εναγομένης (μετασυμβατική σιωπηρή επιλογή εφαρμοστέου δικαίου, ΕφΠειρ 671/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 27/2001, ΕΝΔ 30, 19 ΠΠρΠατρ. 244/2015) [ά. 3 και 6 § 3, 4 στοιχ. δ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 «Ρώμη I»], όσο και ως lex delicti, δοθέντος ότι οι υπό κρίση τελούσες σε συρροή νομίμων βάσεων αδικοπρακτικές αξιώσεις των εναγόντων συνδέονται επίσης στενά με τις συναφθείσες στην ημεδαπή ανάμεσα στους διαδίκους προσβαλλόμενες ένδικες συμβάσεις [ά. 2, 4, 14 § 1 στοιχ. α και 15 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 «Ρώμη II»] (ΠΠρΠατρ. 244/2015, ΠΠρΗρ 159/2014 και ΠΠρΛαρ. 35/2015). Εξάλλου εφαρμοστέο δίκαιο είναι εν προκειμένω το ελληνικό ως το δίκαιο της χώρας, όπου οι ενάγοντες καταναλωτές έχουν τη συνήθη διαμονή τους, ακόμη κι αν συμφωνήθηκε επιλογή άλλου δικαίου από τα μέρη, κατ' άρθρο 6 παρ. 1-2 Κανονισμού 593/2008 «Ρώμη I» (βλ. σχετ. Εφ.ΑΘ. 6401/2002, ΔΕΕ 2003, σ. 412- ΠΠρΗρ. 159/2014). Πρέπει, συνεπώς, η ένδικη αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το αντικείμενο της προσκομίζεται το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τα υπ' αριθμ. 0632833, 0632834, 0632835, 0632837, 0632836, 0632838, 0632839, 0632840, 0632841, 0632841, 0632842, 0632843 και 0632844/08-04-2016 διπλότυπα είσπραξης της ΔΟΥ Δ' Αθηνών, τα υπ' αριθμ. 9573352, 9573363, 9573353, 9573355, 9573354, 9573356, 9573357, 9573358, 9573358, 9573359, 9573360, 9573361 και 9573362 γραμμάτια είσπραξης ΕΤΑΑ - TAN και τα υπ' αριθμ. 175782, 175783, 175784, 175787, 175786, 175788, 175789, 175790, 175791 και 175792 γραμμάτια είσπραξης ΤΠΔΑ).

 

 

Η πρώτη εναγομένη αρνείται την αγωγή και επιπλέον προβάλλει αίτημα χωρισμού κατ' άρθρο 247 ΚΠολΔ των 11 σωρευμένων στο υπό κρίση δικόγραφο αγωγών, για το λόγο, ότι πρόκειται για 11 διαφορετικές αδικοπραξίες φερόμενες να έχουν τελεστεί από 15 διαφορετικούς πρώην υπαλλήλους της σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους και ως εκ τούτου θα πρέπει το Δικαστήριο να τις κρίνει χωριστά. Το αίτημα αυτό κρίνεται απορριπτέο, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από τη συνεκδίκαση των σωρευόμενων αγωγών, οι οποίες μάλιστα στηρίζονται στην ίδια πραγματική και νομική αιτία, διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, ενώ δεν ανακύπτουν ιδιαίτερες δυσχέρειες στη συγκέντρωση και εποπτεία του αποδεικτικού υλικού. Επικουρικά, οι εναγόμενοι προβάλλουν την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως των αγωγικών δικαιωμάτων, διότι οι ενάγοντες α) ενημερώθηκαν προφορικώς και εγγράφως από αυτή ως προς τους όρους εκδόσεως και τους επενδυτικούς κινδύνους των επίμαχων Μ.Α.Κ., τα οποία εν συνεχεία μετατράπηκαν σε Μ.Α.Ε.Κ. με τον αναφερόμενο στις προτάσεις της τρόπο, β) ανέγνωσαν ή τουλάχιστον όφειλαν να αναγνώσουν τα εκεί μνημονευόμενα έγγραφα, που τους παραδόθηκαν και εξειδίκευαν τους συναφείς επενδυτικούς κινδύνους και γ) εγγράφως συνομολόγησαν ότι δεν τους δόθηκε επενδυτική συμβουλή ή σύσταση για αγορά Μ.Α.Κ. και εν συνεχεία Μ.Α.Ε.Κ., παρά ταύτα με την ένδικη αγωγή υποστηρίζουν πλέον τα αντίθετα. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι προβάλλουν τον ισχυρισμό, ότι δεν συντρέχει παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης αιτιωδώς συνδεόμενη με τη ζημία και την ηθική βλάβη των εναγόντων, αφού τα Μ.Α.Ε.Κ. αυτών (στα οποία μετατράπηκαν τα Μ.Α.Κ) μετατράπηκαν σε μετοχές της πρώτης εναγομένης ένεκα της υπαγωγής της σε καθεστώς εξυγιάνσεως και διασώσεως αυτής με ίδια μέσα (bail-in), δυνάμει αποφάσεως της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, που συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας, και όχι κατ' ενάσκηση συμβατικού δικαιώματος της εναγομένης ή παράβαση συμβατικών όρων. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 8 §§ 1, 4 Ν. 2251/1994 και 330 ΑΚ και πρέπει να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Εν συνεχεία οι εναγόμενοι προβάλλουν την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων αφενός σε σχέση με την πρόκληση της ζημίας που επικαλούνται, διότι αυτοί ενημερώθηκαν προφορικώς και εγγράφως από την πρώτη εναγομένη για τους όρους εκδόσεως και τους επενδυτικούς κινδύνους των Μ.Α.Κ. και των Μ.Α.Ε.Κ. με το μνημονευόμενο στις προτάσεις τους τρόπο και ανέγνωσαν ή τουλάχιστον όφειλαν να αναγνώσουν τα εκεί εκτιθέμενα έγγραφα, που τους παραδόθηκαν, με αποτέλεσμα να προβούν παρόλα αυτά στην αγορά των επίμαχων Μ.Α.Κ. και Μ.Α.Ε.Κ. και αφετέρου ως προς την έκταση της ζημίας τους, δεδομένου ότι σε μεταγενέστερο της φερόμενης παραπλανήσεως αυτών χρόνο ενημερώθηκαν πολλαπλώς, προφορικώς και εγγράφως μέσω ενημερωτικών επιστολών συνοπτικής παρουσιάσεως θέσεως (statements με αποτίμηση χαρτοφυλακίου), από την πρώτη εναγομένη κατά τις μνημονευόμενες στις προτάσεις τους χρονικές στιγμές για τη μείωση του κεφαλαίου τους και επομένως για τον κίνδυνο ζημίας τους εκ της επένδυσης τους στα Μ.Α.Κ. (και εν συνεχεία στα Μ.Α.Ε.Κ.) και παρά ταύτα ουδέν έπραξαν, προκειμένου να περιορίσουν τη ζημία τους. Απεναντίας, αν οι ενάγοντες είχαν πωλήσει αυτά στο Χρηματιστήριο την 01-01-2010, στην τιμή αποτίμησης που πληροφορήθηκαν, θα είχαν αποκομίσει ως κέρδος κατά τη χρονική εκείνη στιγμή το ποσό των 6.371,41 ευρώ ο πρώτος ενάγων, των 3.746,39 ευρώ οι δεύτερος και τρίτη εκ των εναγόντων, το ποσό των 764,74 ευρώ ο τέταρτος εκ των εναγόντων, το ποσό των 964,34 ευρώ οι πέμπτος και έκτη εκ των εναγόντων, το ποσό των 964,34 ευρώ η έκτη των εναγόντων, το ποσό των 1.996,36 ευρώ οι έβδομος και όγδοη των εναγόντων, το ποσό των 448,53 ο ένατος των εναγόντων, το ποσό των 179,41 ευρώ η δέκατη των εναγόντων, το ποσό των 1.296,34 ευρώ οι δωδέκατος, δέκατη τρίτη και δέκατος τέταρτος των εναγόντων, το ποσό των 112,13 ευρώ ο δέκατος πέμπτος των εναγόντων το ποσό των 2.171,33 ευρώ οι δέκατη έκτη και δέκατος έβδομος των εναγόντων και το ποσό 1.996,36 ευρώ ο δέκατος όγδοος των εναγόντων, και επομένως οι εναγόμενοι αιτούνται να περιορισθεί η υποχρέωση τους στην καταβολή μόνο των ποσών αυτών. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 300 παρ. 1 και 330 ΑΚ και πρέπει να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Τέλος, οι εναγόμενοι προβάλλουν την ένσταση συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας των εναγόντων ως προς το ποσό των τόκων, που έλαβαν κατά την περίοδο από 01-01-2008 έως τις 30-12-2011 και δη ως προς το ποσό των 21.172,65 ευρώ για τον πρώτο, των εναγόντων, ως προς το ποσό των 12.449,53 ευρώ για τους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων, ως προς το ποσό των 2.541,30 ευρώ για τον τέταρτο εξ αυτών, ως προς το ποσό των 2.458,61 ευρώ για τον πέμπτο και την έκτη εξ αυτών, ως προς το ποσό των 6.634,66 ευρώ για τους έβδομο και όγδοη των εναγόντων, ως προς το ποσό των 2.439,77 ευρώ για τον ένατο των εναγόντων, ως προς το ποσό των 587,82 για τους δέκατη και ενδέκατο των εναγόντων, ως προς το ποσό των 922,86 ευρώ και το ποσό των 3.384,97 ευρώ για τους δωδέκατο, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο των εναγόντων, ως προς το ποσό των 372,63 ευρώ για τον δέκατο πέμπτο των εναγόντων, ως προς το ποσό των 7.215,50 ευρώ για τους δέκατη έκτη και δέκατο έβδομο των εναγόντων και ως προς το ποσό των 6.634,06 ευρώ για τον δέκατο όγδοο των εναγόντων. Ακόμη ισχυρίζονται, ότι από την υποτιθέμενη ζημία των τελευταίων θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό, που αντιστοιχεί στη σημερινή αξία των μετοχών, που κατέχουν οι ενάγοντες από την μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ., ως η αξία αυτή θα διαμορφωθεί κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη ερειδόμενη στα άρθρα 297 επ. και 300 Α.Κ. και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία της.

 

 

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ..., που εξετάσθηκαν κατά τη συζήτηση της αγωγής και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα προς την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, την υπ' αριθμ. .../16-11-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., την υπ' αριθμ. .../16-11-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ..., ενώπιον της συμβολαιογράφου Ορεστιάδος ..., την υπ' αριθμ. .../18-12-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ..., ενώπιον της συμβολαιογράφου Φλώρινας ..., την υπ' αριθμ. .../15-03-2016 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ..., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., την υπ' αριθμ. .../15-03-2016 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ..., ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., την υπ' αριθμ. .../16-11-2015 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ..., ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλαμάτας ..., την υπ' αριθμ. .../02-02-2015 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ..., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που νομίμως προσκομίζουν μετ' επικλήσεως οι ενάγοντες, με πρωτοβουλία των οποίων πραγματοποιήθηκαν ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη, ήτοι πριν από δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλήτευση των αντιδίκων τους (άρθρο 270 § 2 εδ. γ ΚΠολΔ, βλ. αντιστοίχως τις προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως υπ' αριθμούς 7806, 7792, 7795, 7807, 7793, 7794/02-11-2015, 7846, 7847, 7848/07-12-2015, 7882, 7880, 7881/09-03-2016, 7805, 7791, 7796/02-11-2015 και 7495/28-01-2015 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ...), τη με αριθμ. .../16-11-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ... και τη με αριθμ. .../16-11-2015 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ..., αμφότερες ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., καθώς και τη με αριθμ. 7.158/17-11-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ..., ενώπιον της συμβολαιογράφου Νιγρίτας ..., που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει η πρώτη εναγομένη, με πρωτοβουλία της οποίας ελήφθησαν αυτές, ύστερα από προηγούμενη εμπρόθεσμη (πριν από 2 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κατ' άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ' ΚΠολΔ) κλήτευση των αντιδίκων της (βλ. σχετικά τη με αριθμ. 853Α/11-11-2015 έκθεση ...), τη με αριθμ. .../16-11-2015 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ... και τη με αριθμ. .../16-11-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ..., αμφότερες ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., καθώς και τη με αριθμ. .../16-11-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ..., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αμαλιάδας ..., που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει ο δεύτερος εναγόμενος, με πρωτοβουλία του οποίου ελήφθησαν αυτές, ύστερα από προηγούμενη εμπρόθεσμη (πριν από 2 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κατ' άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ' ΚΠολΔ) κλήτευση των αντιδίκων του (βλ. σχετικά τις με αριθμ. 2.810Η/11-11-2015 και 2.811Η/11-11-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ...), τη με αριθμ. .../16-11-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ... και τη με αριθμ. .../16-11-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ..., αμφότερες ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., καθώς και τη με αριθμ. ../16-11-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ..., ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει ο τρίτος εναγόμενος, με πρωτοβουλία του οποίου ελήφθησαν αυτές, ύστερα από προηγούμενη εμπρόθεσμη (πριν από 2 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κατ' άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ' ΚΠολΔ) κλήτευση των αντιδίκων του (βλ. σχετικά τη με αριθμ. 2.238Β/11-11-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ...), καθώς και από όλα γενικά και χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, όπως επίσης και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

 

 

Η πρώτη εναγομένη αποτελεί τραπεζική εταιρεία, η οποία εδρεύει στην Κύπρο και ήταν εγκατεστημένη στην Ελλάδα, όπου διατηρούσε υποκαταστήματα έως το έτος 2013. Ο δεύτερος εναγόμενος ήταν Γενικός Διευθυντής του υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης στην Ελλάδα από το Μάρτιο του 2008 μέχρι το Μάρτιο του 2013, ενώ είχε ταυτόχρονα διοριστεί νόμιμος πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της πρώτης εναγομένης στην Ελλάδα. Σε αυτόν αναφέρονταν ο Διευθυντής Δικτύου Καταστημάτων Ιδιωτών και Επιχειρηματικών Κέντρων, ο Διευθυντής Μεγάλων Επιχειρήσεων, οι Διευθυντές των θυγατρικών εταιρειών Leasing και Factoring, η υπηρεσία Εγκρίσεων - Χρηματοδοτήσεων, ο Διευθυντής ανάπτυξης καταθετικών και χορηγικών προϊόντων, οι Οικονομικές υπηρεσίες, η Νομική υπηρεσία και το Κέντρο Κάρτας. Ο τρίτος εναγόμενος εργάστηκε στην πρώτη εναγομένη από το 2006 έως το 2013 σε διάφορες διευθυντικές θέσεις, ενώ κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (ήτοι από το Μάιο του 2009) διατέλεσε αναπληρωτής Διευθυντής Διεύθυνσης Χρηματιστηριακών Υπηρεσιών, Θεματοφυλακής και Επενδύσεων. Ο πρώτος των εναγόντων είναι 54 ετών, άγαμος και ζει στο Νεοχωράκι Φλώρινας μαζί με τον πατέρα του, ενώ τα εισοδήματα του προέρχονται από αγροτικές εργασίες. Η συνεργασία του με την πρώτη εναγομένη ξεκίνησε τον Απρίλιο του έτους 2008, όταν άνοιξαν σε υποκατάστημα αυτής στη Φλώρινα, κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου με συνδικαιούχους τον ίδιο και τον πατέρα του, καταθέτοντας το συνολικό ποσό των 174.000 ευρώ, ενώ έκτοτε και έως το Μάιο του 2009 τοποθέτησε τα χρήματα τους σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας ενός έτους. Ο δεύτερος των εναγόντων είναι 61 ετών, συνταξιούχος εκπαιδευτικός και τυγχάνει σύζυγος με την τρίτη των εναγόντων, η οποία είναι 55 ετών και τυγχάνει δημοτική υπάλληλος. Κατοικούν στον Λούρο Πρεβέζης και έχουν μία ενήλικη θυγατέρα. Η συνεργασία τους με την πρώτη εναγομένη ξεκίνησε τον Μάρτιο του έτους 2005, όταν άνοιξαν σε υποκατάστημα αυτής στην Πρέβεζα, κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου, καταθέτοντας αρχικά το συνολικό ποσό των 15.500 ευρώ και εν συνεχεία το ποσό των 28.500 ευρώ, ενώ έκτοτε και έως το Μάιο του 2009 τοποθετούσαν τα χρήματα τους σε προθεσμιακές καταθέσεις διάρκειας ενός έτους, έξι μηνών ή τριών μηνών. Ο τέταρτος των εναγόντων είναι 50 ετών, οπωροπώλης, έγγαμος με τρία τέκνα και ζει στην Κατερίνη. Η συνεργασία του με την πρώτη εναγομένη ξεκίνησε τον Ιούνιο του έτους 2009, όταν επισκέφτηκε το κατάστημα της εναγομένης στην Κατερίνη προκειμένου να καταθέσει το ποσό του δανείου που είχε λάβει για την επισκευή κατοικίας και ο διευθυντής του ανωτέρω καταστήματος του πρότεινε να τοποθετήσει τα χρήματα του σε ένα νέο προϊόν της πρώτης εναγομένης τύπου προθεσμιακής κατάθεσης, (Μ.Α.Κ.). Ο πέμπτος των εναγόντων είναι 68 ετών και τυγχάνει σύζυγος με την έκτη των εναγόντων, η οποία είναι 64 ετών, διαμένουν στο Νεοχωράκι Φλώρινας και έχουν δύο ενήλικα τέκνα. Αμφότεροι δε εργάσθηκαν στη Γερμανία ως ανειδίκευτοι εργάτες απ' όπου ο πρώτος εξ αυτών συνταξιοδοτήθηκε, ενώ η δεύτερη εξ αυτών αναμένει να λάβει τη σύνταξη της εντός του έτους. Η συνεργασία τους με την πρώτη εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2008, όταν άνοιξαν σε υποκατάστημα αυτής στη Φλώρινα, κοινό καταθετικό λογαριασμό, ενώ εν συνεχεία τοποθέτησαν τα χρήματα τους σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας ενός έτους. Ο έβδομος των εναγόντων είναι 62 ετών, συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος και τυγχάνει σύζυγος με την όγδοη των εναγόντων, η οποία είναι 64 ετών και τυγχάνει συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος. Κατοικούν στον Βόλο και έχουν μαζί τρία ενήλικα τέκνα. Η συνεργασία τους με την πρώτη εναγομένη ξεκίνησε τον Νοέμβριο του έτους 2005, όταν η δεύτερη εξ αυτών άνοιξε σε υποκατάστημα αυτής στον Βόλο λογαριασμό μισθοδοσίας, ενώ εν συνεχεία κατά τον Οκτώβριο του έτους 2008, ήτοι μετά τη συνταξιοδότηση του πρώτου εξ αυτών, μετέφεραν τα χρήματα που αυτός έλαβε λόγω εφάπαξ, καθώς και άλλες αποταμιεύσεις που είχαν συγκεντρώσει, συνολικού ποσού 200.000 ευρώ, σε κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου που άνοιξαν στην πρώτη εναγομένη ενώ έκτοτε και έως το Μάιο του 2009 τοποθετούσαν τα χρήματα τους σε προθεσμιακές καταθέσεις. Ο ένατος των εναγόντων είναι 45 ετών, καθηγητής φυσικής αγωγής, έγγαμος με τρία ανήλικα τέκνα και ζει με την οικογένεια του σε ένα χωριό σε απόσταση 12 χλμ από τη Λαμία. Η συνεργασία του με την πρώτη εναγομένη ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του έτους 2005, όταν άνοιξε σε υποκατάστημα αυτής στη Λαμία, κοινό καταθετικό λογαριασμό με συνδικαιούχους τον ίδιο και τη μητέρα του, ενώ το Φεβρουάριο του 2007 μετέφερε στο ίδιο υποκατάστημα σε κοινό με τη σύζυγο του λογαριασμό τις αποταμιεύσεις του, τις οποίες εν συνεχεία τοποθετούσαν σε προθεσμιακές καταθέσεις. Η δέκατη των εναγόντων είναι 47 ετών, δημόσιος υπάλληλος και τυγχάνει σύζυγος με τον ενδέκατο των εναγόντων, 55 ετών, συνταξιούχο στρατιωτικό. Διαμένουν στη Θεσσαλονίκη και έχουν τρία ενήλικα τέκνα. Η συνεργασία τους με την πρώτη εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2005, όταν άνοιξαν σε υποκατάστημα αυτής στη Θεσσαλονίκη, κοινό λογαριασμό μισθοδοσίας, ενώ εν συνεχεία τοποθετούσαν τα χρήματα τους σε προθεσμιακές καταθέσεις διάρκειας έως ενός έτους. Ο δωδέκατος των εναγόντων είναι 64 ετών, συνταξιούχος του Πυροσβεστικού Σώματος, χήρος και πατέρας τριών ενηλίκων τέκνων, μεταξύ των οποίων η δέκατη τρίτη των εναγόντων, η οποία είναι 31 ετών, αρχισμηνίας της Πολεμικής Αεροπορίας και ο δέκατος τέταρτος των εναγόντων, ο οποίος είναι 25 ετών, άνεργος. Διαμένουν άπαντες στην Καλαμάτα και η συνεργασία τους με την πρώτη εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2006, όταν ο δωδέκατος ενάγων άνοιξε σε υποκατάστημα αυτής στην Καλαμάτα λογαριασμό μισθοδοσίας και εν συνεχεία τοποθέτησε μέρος των χρημάτων που έλαβε ως εφάπαξ κατά τη συνταξιοδότηση του σε προϊόν της πρώτης εναγομένης (Μ.Α.Κ.), το οποίο ήταν παρόμοιο με προθεσμιακή, όπως ενημερώθηκε, κατάθεση, διάρκειας πέντε ετών, στην οποία μάλιστα ορίστηκαν ο δικαιούχοι η δέκατη τρίτη και ο δέκατος τέταρτος των εναγόντων. Ο δέκατος πέμπτος των εναγόντων είναι 41 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, έγγαμος με ένα ανήλικο τέκνα και ζει στον Άγιο Δημήτριο Αττικής. Η συνεργασία του με την πρώτη εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2004, όταν άνοιξε σε αυτήν καταθετικό λογαριασμό, ενώ το έτος 2007 απέκτησε κάποιες μετοχές της μέσω προγράμματος που η εργοδότρια εταιρεία του είχε με την εν λόγω εναγομένη. Η δέκατη έκτη των εναγόντων είναι 72 ετών και λαμβάνει σύνταξη λόγω χηρείας, ενώ ο δέκατος έβδομος των εναγόντων είναι γιος της τελευταίας, είναι 47 ετών και άγαμος. Διαμένουν στα Βριλήσσια Αττικής και η συνεργασία τους με την πρώτη εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2009, όταν η πρώτη εξ αυτών αναζήτησε στο υποκατάστημα αυτής στα Βριλήσσια Αττικής, να πληροφορηθεί περί των επιτοκίων των προθεσμιακών καταθέσεων και με την αφορμή αυτή της προτάθηκε να επενδύσει τα χρήματα της σε ένα νέο προνομιακό προϊόν της τράπεζας (Μ.Α.Κ.), το οποίο είχε την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης. Ο δέκατος όγδοος των εναγόντων είναι 69 ετών, δημόσιος υπάλληλος, έγγαμος, με πέντε ενήλικα τέκνα και ζει στην Πάτρα. Η συνεργασία του με την πρώτη εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2008, όταν μετέφερε σε αυτήν και δη στο υποκατάστημα της στην Αγυιά τη μισθοδοσία του αλλά και μέρος των αποταμιεύσεων του, προερχομένων από το εφάπαξ που έλαβε κατά τη συνταξιοδότηση του και από πώληση της οικίας του, τις οποίες έκλεινε σε προθεσμιακές καταθέσεις διάρκειας τριών ή έξι μηνών. Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι όλοι οι ενάγοντες επεδίωκαν ανέκαθεν την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους, τα οποία και αποτελούσαν προϊόν αποταμίευσης. Περαιτέρω, τον Ιούνιο του έτους 2009 η πρώτη εναγομένη εξέδωσε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, υπό την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου (Μ.Α.Κ.)» και δη προέβη σε δημόσια προσφορά και εισαγωγή στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, 645.327,822 «Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Κεφαλαίου (Μ.Α.Κ.)», ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ εκάστου. Τα Μ.Α.Κ. έφεραν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 5,5 % για τα πρώτα πέντε έτη έως την 30η-06-2014, το οποίο έπειτα μετατρεπόταν σε κυμαινόμενο, ίσο με το εκάστοτε Euribor-6 μηνών που θα ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου, πλέον 3,00 %, τα οποία μπορούσαν κατ' επιλογή της τράπεζας να εξαγοραστούν στο σύνολο τους, στην ονομαστική τους αξία, μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30 Ιουνίου 2014 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου έπεται, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Ο πρώτος των εναγόντων αγόρασε 142.051 Μ.Α.Κ. ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου, ήτοι συνολικής αξίας 142.04 ευρώ, ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόντων αγόρασαν από κοινού 83.526 Μ.Α.Κ. έναντι 83.526 ευρώ, ο τέταρτος αγόρασε 17.050 Μ.Α.Κ. έναντι 17.050 ευρώ, ο πέμπτος και η έκτη αγόρασαν από κοινού 21.500 Μ.Α.Κ. έναντι 21.500 ευρώ, ο έβδομος και η όγδοη αγόρασαν από κοινού 44.509 Μ.Α.Κ. έναντι 44.509 ευρώ, ο ένατος αγόρασε 10.000 Μ.Α.Κ. έναντι 10.000 ευρώ, ο δέκατος και η ενδέκατη αγόρασαν 4.000 Μ.Α.Κ. έναντι 4.000 ευρώ, ο δωδέκατος, δέκατη τρίτη και δέκατος τέταρτος των εναγόντων αγόρασαν από κοινού 28.902 Μ.Α.Κ. έναντι 28.902 ευρώ, ο δέκατος πέμπτος αγόρασε 2.500 Μ.Α.Κ. έναντι 2.500 ευρώ, η δέκατη έκτη και ο δέκατος έβδομος αγόρασαν από κοινού 48.410 Μ.Α.Κ. έναντι 48.410 ευρώ και ο δέκατος όγδοος των εναγόντων αγόρασε 44.509 Μ.Α.Κ. έναντι 44.509 ευρώ. Άπαντες οι ενάγοντες αγόρασαν τα ως άνω Μ.Α.Κ. κατόπιν σχετικής παρότρυνσης και επιμονής των κατωτέρω αναφερομένων υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης. Έτι περαιτέρω, το Μάιο του έτους 2011, η πρώτη εναγομένη εξέδωσε ένα ακόμη νέο επενδυτικό προϊόν, υπό την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.)». Τα εκδοθέντα Μ.Α.Ε.Κ. αποτελούσαν άυλες ομολογίες της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας στο άρτιο διαπραγματεύσιμες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ εκάστου, είχαν σταθερό επιτόκιο 6,5 % ετησίως για τις πρώτες 10 περιόδους τόκων και δη μέχρι τις 30-6-2016, το οποίο για τον επέκεινα χρόνο μετατρεπόταν σε κυμαινόμενο, ίσο με το εκάστοτε Euribor-6 μηνών που θα ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου, πλέον 3,00%. Επιπροσθέτως το εν λόγω προϊόν, σύμφωνα με τους περιληπτικούς όρους έκδοσης του, ως διαλαμβάνονται στο από 5-4-2011 Ενημερωτικό Δελτίο που εξέδωσε η εναγομένη, αφορούσε σε αξίες αόριστης διάρκειας και δη χωρίς ημερομηνία λήξης, ελάσσονος προτεραιότητας προς τις αξιώσεις πιστωτών της τράπεζας μεταξύ των οποίων και των καταθετών και ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις των κατόχων μετατρέψιμων αξιόγραφων κεφαλαίου και αξιόγραφων κεφαλαίου, δυνάμενες κατ' επιλογή του κατόχου τους να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές της Τράπεζας κατά τις περιόδους μετατροπής στην καθορισθείσα τιμή μετατροπής, ενώ μπορούσαν κατ' επιλογή της τράπεζας να εξαγοραστούν στο σύνολο τους στην ονομαστική τους αξία μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους στις 30-6-2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται. Προέβλεπαν, επιπλέον, την προαιρετική κατά την κρίση της Τράπεζας επιλογή ακύρωσης πληρωμής τόκων, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα και την οικονομική της κατάσταση και την υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκων σε περίπτωση που η τράπεζα δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις φερεγγυότητας ως ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Ακόμη προέβλεπαν όρους υποχρεωτικής μετατροπής του προϊόντος σε συνήθεις μετοχές, σε  περίπτωση «γεγονότος έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου» ή «γεγονότος βιωσιμότητας». Γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου θεωρείτο ότι είχε επισυμβεί, όταν η τράπεζα δώσει σχετική ειδοποίηση είτε (ι) ότι πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III, ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ύψος των Βασικών Πρωτοβάθμιων Κεφαλαίων της είναι χαμηλότερο του 5%, ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III, ως αυτή θα υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ύψος των κοινών πρωτοβαθμίων κεφαλαίων είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που θα καθοριστεί ή (ιι) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθορίσει, ότι η τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, ως καθορίζονται στους Σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς, ενώ γεγονός βιωσιμότητας ορίζεται (ι) οποτεδήποτε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει, ότι η υποχρεωτική μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους του δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε γεγονός βιωσιμότητας, είναι αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συμβάλει στη διατήρηση της φερεγγυότητας της ή (ιι) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κρίνει ότι η τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για τη διατήρηση της φερεγγυότητας της, ή την αποφυγή ενδεχομένου πτώχευσης της ή δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεων της ή σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Επομένως, επί προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκων, η πρώτη εναγόμενη τραπεζική εταιρεία δεν θα προέβαινε στην καταβολή μερίσματος ή σε οποιαδήποτε έτερη πληρωμή σχετικά με τις συνήθεις μετοχές ή άλλες αξίες της που θα λογίζονταν ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο. Τα ως άνω προϊόντα, τα οποία ονομάστηκαν ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds), έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής ως προς τον τρόπο, με τον οποίο θα προωθούνταν από την πρώτη εναγομένη, ώστε να εξασφαλίζονταν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Για το λόγο αυτό ξεκίνησε «εκστρατεία» πώλησης με στόχο την καλύτερη, αποδοτικότερη και γρήγορη προώθηση των προϊόντων, ήτοι στοχοθέτηση του Δικτύου για τα καταστήματα Ιδιωτών, όπως μετά λόγου γνώσεως καταθέτουν οι ενόρκως βεβαιούντες ..., ο οποίος εργαζόταν ως διευθυντής του καταστήματος Ορεστιάδας και η ..., η οποία εργαζόταν ως υπάλληλος στο κατάστημα Καλαμάτας της πρώτης εναγομένης κατά το έτος 2011. Συγκεκριμένα, η Διοίκηση συνέστησε στους αρμοδίους για την προώθηση των εν λόγω προϊόντων υπαλλήλων της να απευθυνθούν σε πελάτες των καταστημάτων, μετόχους της εναγομένης τράπεζας ή μη αλλά και στους προθεσμιακούς καταθέτες. Ακολούθησε η αποστολή στα κατά τόπους καταστήματα των απαραίτητων ενημερωτικών εγγράφων με συχνές ερωτήσεις και απαντήσεις σε σχέση με την έκδοση του μετατρέψιμου ομολόγου καθώς και με τα επιχειρήματα πώλησης αυτού, ενώ ταυτόχρονα προγραμματίστηκαν συναντήσεις και ενημερώσεις με τηλεδιάσκεψη μέσω της εφαρμογής Centra, που επιτρέπει τη σύγχρονη διάδραση των συμμετεχόντων με ήχο και βίντεο. Στις ενημερώσεις αυτές δινόταν έμφαση στα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου προϊόντος για τους πελάτες, καθώς και στο προφίλ των πελατών που θα έπρεπε να προσεγγίσουν, όπως επενδυτές και καταθέτες, μεσαίου και υψηλού οικονομικού επιπέδου με μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα, που θα δέχονταν να δεσμεύσουν τα χρήματα τους για κάποια χρόνια, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις, από τις συνήθεις καταθέσεις, όπως για παράδειγμα επιτόκιο 6,5%. Επιπλέον, αναφέρθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης ότι αυτοί θα έπρεπε να τονίζουν στους υποψήφιους αγοραστές εκείνα τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα του προϊόντος που θα τους οδηγούσαν στην αγορά του, όπως λ.χ. το γεγονός ότι αυτοί θα απολάμβαναν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό επιτόκιο και την εξάμηνη απόληψη των τόκων. Ακόμη τους είχαν δώσει σαφείς οδηγίες να σπάνε τις προθεσμιακές καταθέσεις χωρίς ποινή για όσους ήθελαν να συμμετάσχουν και δεν είχε λήξει η προθεσμιακή τους κατάθεση. Στο πλαίσιο της ανωτέρω ακολουθούμενης πολιτικής, το Μάιο του 2011 όλοι οι ενάγοντες προσεγγίστηκαν εκ νέου από τους αρμοδίους υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης, με τους οποίους έκαστος εξ αυτών συναλλασσόταν μέχρι τότε, προκειμένου να ανταλλάξουν τα Μ.Α.Κ. που είχαν ήδη αγοράσει με το ως άνω νεότερο προϊόν, για την προώθηση του οποίου υποδεικνυόταν η πλεονεκτικότερη σε σχέση με την κατάθεση θέση του, αλλά και το υψηλότερο συγκριτικά με τα Μ.Α.Κ. επιτόκιο. Ειδικότερα, ο πρώτος των εναγόντων κατά τα τέλη Μαίου 2009 ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από το διευθυντή του υποκαταστήματος της εναγομένης στην Φλώρινα, ..., προκειμένου να τοποθετήσει οποιοδήποτε μέρος της προδιαληφθείσας προθεσμιακής καταθέσεως του σε Μ.Α.Κ., ενώ περί τις αρχές Μαΐου του 2011 ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από την υπάλληλο του ως άνω υποκαταστήματος ..., προκειμένου να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ. που είχε ήδη αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ.. Ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόντων ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από την προϊσταμένη του υποκαταστήματος της εναγομένης στην Πρέβεζα, ..., προκειμένου να τοποθετήσουν οποιοδήποτε μέρος της προδιαληφθείσας προθεσμιακής καταθέσεως τους σε Μ.Α.Κ., ενώ περί τις αρχές Μαΐου του 2011 ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από την ίδια ως άνω υπάλληλο του εν λόγω υποκαταστήματος, προκειμένου να μετατρέψουν τα Μ.Α.Κ. που ήδη κατείχαν σε Μ.Α.Ε.Κ.. Ο τέταρτος των εναγόντων ειδοποιήθηκε από τον διευθυντή του υποκαταστήματος της εναγομένης στην Κατερίνα, ..., προκειμένου να τοποθετήσει οποιοδήποτε μέρος των αποταμιεύσεων του σε Μ.Α.Κ., ενώ περί τις αρχές Μαΐου του 2011 ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τον ίδιο ως άνω υπάλληλο του εν λόγω υποκαταστήματος, προκειμένου να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ. που ήδη κατείχε σε Μ.Α.Ε.Κ.. Ο πέμπτος και η έκτη των εναγόντων ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από τον διευθυντή του υποκαταστήματος της εναγομένης στη Φλώρινα, ..., προκειμένου να τοποθετήσουν μέρος της προθεσμιακής καταθέσεως τους σε Μ.Α.Κ., ενώ περί τις αρχές Μαΐου του 2011 ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από τον ίδια ως άνω διευθυντή του εν λόγω υποκαταστήματος, προκειμένου να μετατρέψουν τα Μ.Α.Κ. που ήδη κατείχαν σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο έβδομος και η όγδοη των εναγόντων ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από την υποδιευθύντρια του υποκαταστήματος της εναγομένης στον Βόλο, ..., ενώ συζήτησαν διεξοδικά και με το διευθυντή του ιδίου υποκαταστήματος ... προκειμένου να τοποθετήσουν οποιοδήποτε μέρος της προθεσμιακής καταθέσεως τους σε Μ.Α.Κ., ενώ περί τις αρχές Μαΐου του 2011 ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από την ίδια ως άνω υπάλληλο του εν λόγω υποκαταστήματος, προκειμένου να μετατρέψουν τα Μ.Α.Κ. που ήδη κατείχαν σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο ένατος των εναγόντων ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τον υπάλληλο του υποκαταστήματος της εναγομένης στη Λαμία, ..., προκειμένου να τοποθετήσει μέρος της προθεσμιακής καταθέσεως του σε Μ.Α.Κ., ενώ περί τις αρχές Μαΐου του 2011 ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τον ίδιο ως άνω υπάλληλο του εν λόγω υποκαταστήματος, προκειμένου να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ. που ήδη κατείχε σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο δέκατος και η ενδέκατη των εναγόντων ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από τον προϊστάμενο του υποκαταστήματος της εναγομένης στην Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης, ..., προκειμένου να τοποθετήσουν οποιοδήποτε μέρος της προδιαληφθείσας προθεσμιακής καταθέσεως τους σε Μ.Α.Κ., ενώ περί τις αρχές Μαΐου του 2011 ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από τον ίδιο ως άνω υπάλληλο του εν λόγω υποκαταστήματος, προκειμένου να μετατρέψουν τα Μ.Α.Κ. που είχε ήδη κατείχαν σε Μ.Α.Ε.Κ.. Ο δωδέκατος, η δέκατη τρίτη και ο δέκατος τέταρτος των  εναγόντων ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από την υπάλληλο του υποκαταστήματος της εναγομένης στην Καλαμάτα, ..., προκειμένου να τοποθετήσουν οποιοδήποτε μέρος της προθεσμιακής καταθέσεως του πρώτου εξ αυτών σε Μ.Α.Κ., ενώ περί τις αρχές Μαΐου του 2011 ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από την ίδια ως άνω υπάλληλο του εν λόγω υποκαταστήματος, προκειμένου να μετατρέψουν τα Μ.Α.Κ. που ήδη κατείχαν σε Μ.Α.Ε.Κ.. Ο δέκατος πέμπτος των εναγόντων ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από την υπάλληλο του υποκαταστήματος της εναγομένης στον Άγιο Δημήτριο Αττικής, ..., προκειμένου να τοποθετήσει μέρος του κεφαλαίου του σε Μ.Α.Κ., ενώ περί τις αρχές Μαΐου του 2011 ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από την ίδια ως άνω υπάλληλο του εν λόγω υποκαταστήματος, προκειμένου να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ. που ήδη κατείχε σε Μ.Α.Ε.Κ.. Η δέκατη έκτη και ο δέκατος έβδομος των εναγόντων ενημερώθηκαν από τον υπάλληλο του υποκαταστήματος της εναγομένης στα Βριλήσσια Αττικής, ..., προκειμένου να τοποθετήσουν οποιοδήποτε μέρος των αποταμιεύσεων τους σε Μ.Α.Κ., ενώ περί τις αρχές Μαΐου του 2011 ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από τον ίδιο ως άνω υπάλληλο του εν λόγω υποκαταστήματος, προκειμένου να μετατρέψουν τα Μ.Α.Κ. που ήδη κατείχαν σε Μ.Α.Ε.Κ.. Ο δέκατος όγδοος των εναγόντων ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από την υποδιευθύντρια του υποκαταστήματος της εναγομένης στην Αγυιά, ..., προκειμένου να τοποθετήσει μέρος της προθεσμιακής του κατάθεσης σε Μ.Α.Κ., ενώ περί τις αρχές Μαΐου του 2011 ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από την ίδια ως άνω υπάλληλο του εν λόγω υποκαταστήματος, προκειμένου να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ. που ήδη κατείχαν σε Μ.Α.Ε.Κ. Αξίζει να σημειωθεί ότι έκαστος των εναγόντων είχε αναπτύξει σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης με τον αντίστοιχο εκ των προαναφερομένων υπαλλήλων της εναγομένης, με τον οποίο και συναλλασσόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παρουσίασαν στους ενάγοντες τα Μ.Α.Ε.Κ. ως ένα ιδιαίτερα επωφελές γι' αυτούς προϊόν, ενημερώνοντας τους συνοπτικά, ότι επρόκειτο για προϊόν με υψηλότερη απόδοση σε σχέση με τα Μ.Α.Κ. 2009, που ήδη κατείχαν, καθώς είχε επιτόκιο ύψους 6,5% και δη τους εξασφάλιζε τη μεγαλύτερη δυνατή απόδοση, αλλά και εξασφαλισμένη επιστροφή κεφαλαίου και ότι συνακόλουθα επρόκειτο για την επωφελέστερη γι' αυτούς επιλογή, ενώ τους επισημάνθηκε εκ νέου, όπως και πρωτίστως κατά την αγορά των Μ.Α.Κ., ότι το προαναφερθέν νέο τραπεζικό προϊόν τύγχανε όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, έχοντας πενταετή διάρκεια και σταθερό ετήσιο επιτόκιο με περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, όπερ είχε ως συνέπεια να υπονοείται, ότι ανταποκρίνεται στο προειρημένο και γνωστό στην εναγομένη συντηρητικό επενδυτικό προφίλ των εναγόντων. Οι ενάγοντες, οι οποίοι είχαν ήδη μετά την αγορά των Μ.Α.Κ. λάβει τους προβλεπόμενους τόκους εξ αυτών και θεωρώντας, ότι δεν έχουν κανένα λόγο να αμφισβητήσουν τα λεγόμενα των ανωτέρω υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης, πείσθηκαν από τις προηγηθείσες ρητές διαβεβαιώσεις περί του ασφαλούς και του επικερδούς σε σχέση με τις τραπεζικές καταθέσεις χαρακτήρα του προαναφερθέντος νέου τραπεζικού προϊόντος και χωρίς να έχουν κατανοήσει τους κινδύνους, οι οποίοι εμπεριέχονταν σε αυτό, θεώρησαν ότι το εν λόγω προϊόν αποτελεί ένα νέο είδος προθεσμιακής κατάθεσης, το οποίο και ανταποκρίνεται στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ και ως εκ τούτου αποφάσισαν να επενδύσουν τα χρήματα τους ανταλλάσσοντας τα Μ.Α.Κ. που ήδη κατείχαν με αυτό. Για το λόγο αυτό κατήρτισαν στις 04-05-2011 ο πρώτος των εναγόντων, στις 17-05-2011 ο δεύτερος, η τρίτη, ο δωδέκατος, η δέκατη τρίτη και ο δέκατος τέταρτος, στις 16-05-2011 ο τέταρτος, ο πέμπτος και η έκτη, στις 06-05-2011 ο έβδομος και η όγδοη, στις 12-05-2011 ο ένατος, στις 11-05-2011 η δέκατη και ο ενδέκατος, στις 13-05-2011 ο δέκατος πέμπτος, στις αρχές Μαΐου 2011 η δέκατη έκτη και ο δέκατος έβδομος και στις 09-05-2011 ο δέκατος όγδοος εξ αυτών, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, δραστηριοτήτων και παρεπόμενων υπηρεσιών με την πρώτη εναγομένη τραπεζική εταιρεία υπογράφοντας έντυπο προσυμβατικής πληροφόρησης («ενημερωτικό πακέτο») για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και αίτηση δημιουργίας μερίδας, λογαριασμού αξιών στο Σύστημα Αυλών Τίτλων (Σ.Α.Τ.) και εξουσιοδότηση χρήσης τους. Τα εν λόγω έγγραφα έχουν επ' ονόματι και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης υπογραφεί από τον αρμόδιο υπάλληλο ή και τον Διευθυντή εκάστου υποκαταστήματος κατά περίπτωση, προκειμένου να επακολουθήσει η σύναψη της συμβάσεως αγοράς Μ.Α.Ε.Κ. από τους ενάγοντες. Κατά τις ίδιες ως άνω ημερομηνίες όλοι οι ενάγοντες, κατήρτισαν παράλληλα συμβάσεις συμμετοχής τους στην έκδοση από την πρώτη εναγομένη των προδιαληφθέντων Μ.Α.Ε.Κ., με τον τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» (πλην της 10ης και του 11ου εξ αυτών, οι οποίοι κατήρτισαν τις ανωτέρω συμβάσεις στις 13-5-2011), μέσω των οποίων αυτοί αγόρασαν από την εναγομένη Μ.Α.Ε.Κ. συνολικής αξίας 142.041 ευρώ ο πρώτος, 83.526 ευρώ ο δεύτερος και η τρίτη, 17.050 ευρώ ο τέταρτος, 21.500 ευρώ ο πέμπτος και η έκτη, 44.509 ευρώ ο έβδομος και η όγδοη, 40.000 ευρώ ο ένατος, 4.000 ευρώ η δέκατη, 16.000 ευρώ η δέκατη και ο ενδέκατος από κοινού, 28.902 ευρώ οι δωδέκατος, δέκατη τρίτη και δέκατος τέταρτος, 2.500 ευρώ ο δέκατος πέμπτος, 48.410 ευρώ η δέκατη έκτη και ο δέκατος έβδομος και 44.509 ευρώ ο δέκατος όγδοος των εναγόντων.  Σημειωτέον ότι το αιτούμενο κεφάλαιο καλύφθηκε για όλους τους ενάγοντες εξ ολοκλήρου από τη ρευστοποίηση των Μ.Α.Κ. που ήδη κατείχαν, πλην των ενάτου, δεκάτης και ενδεκάτου εξ αυτών, για τους οποίους το αιτούμενο κεφάλαιο καλύφθηκε για το μεν τον ένατο κατά ποσό 10.000 ευρώ από τη ρευστοποίηση των Μ.Α.Κ. που ήδη διέθετε και κατά ποσό 30.000 ευρώ από προϊόν κλειστού προθεσμιακού λογαριασμού, ο οποίος άνοιξε χωρίς οικονομική επιβάρυνση του, για δε τους δέκατη και ενδέκατο εξ αυτών (και αναφορικά με την αγορά 16.000 Μ.Α.Ε.Κ. από κοινού) από προϊόν κλειστού προθεσμιακού λογαριασμού, ο οποίος άνοιξε χωρίς οικονομική επιβάρυνση τους. Προς πιστοποίηση της σύναψης των προεκτεθεισών συμβάσεων αγοράς Μ.Α.Ε.Κ. εκ μέρους των εναγόντων εκδόθηκαν από την πρώτη εναγομένη τα αντίστοιχα αποδεικτικά συμμετοχής τους στην έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ., στα οποία διαλαμβανόταν το επενδυθέν εκεί από έκαστο ενάγοντα κεφάλαιο. Εξάλλου, σε προδιατυπωμένο εκ μέρους της εναγομένης όρο των συμβάσεων αυτών, όπου όμως, δεν μνημονεύεται οποιοδήποτε ακριβές χαρακτηριστικό της φύσεως των Μ.Α.Ε.Κ., ώστε να δύνανται οι αντισυμβαλλόμενοι ενάγοντες να την αντιληφθούν, αναφέρεται εντούτοις, ότι αυτοί βεβαιώνουν πως διαθέτουν τη γνώση και τις ικανότητες να προβούν στην αξιολόγηση της επενδύσεως τους στα Μ.Α.Ε.Κ. και δηλώνουν ότι αφενός αποδέχονται τους όρους εκδόσεως και τους παράγοντες κινδύνου που περιέχονται στο από 5-4-2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης και αφετέρου ότι δεν τους έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την εναγομένη, οποιοδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα Μ.Α.Ε.Κ. και την απόφαση των εναγόντων να υποβάλουν αίτηση εγγραφής σ' αυτά. Ωστόσο, στην πραγματικότητα ουδέποτε παραδόθηκε στους ενάγοντες το ως άνω ενημερωτικό φυλλάδιο, όπως ενόρκως κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και ο μάρτυρας των εναγομένων ..., ο οποίος μάλιστα δήλωσε, ότι η υποχρέωση της εναγομένης τράπεζας εξαντλείτο, εφόσον το εν λόγω ενημερωτικό δελτίο βρισκόταν σε περίοπτη θέση στα υποκαταστήματα της. Πέραν όμως τούτων, ακόμη κι αν οι ενάγοντες το είχαν αναγνώσει (το ενημερωτικό δελτίο) προσεκτικά, δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη λειτουργία του επίμαχου επενδυτικού προϊόντος. Και τούτο διότι τα επίδικα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν ήταν απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, να αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθυγνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους, στον οποίο σαφώς και δεν περιλαμβάνονταν οι ενάγοντες (ακόμη και όσοι εξ αυτών είχαν στο παρελθόν αγοράσει μετοχές της πρώτης εναγομένης ή μετοχές άλλων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιρειών, αφού πρόκειται για διαφορετικής φύσεως επενδυτικά προϊόντα, σε σχέση με τα Μ.Α.Ε.Κ.). Επομένως, η πρώτη εναγομένη τραπεζική εταιρεία ως προμηθεύτρια επενδυτικών υπηρεσιών εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας παρείχε μέσω των ανωτέρω προστηθέντων (υπαλλήλων των υποκαταστημάτων) αυτής επενδυτική συμβουλή και σύσταση στους ενάγοντες, οι οποίοι διέθεταν εν προκειμένω και την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικοί αποδέκτες της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας της (εναγομένης), που δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δοθέντος ότι, αφενός τα επενδυθέντα απ' αυτούς επίμαχα ποσά δεν ήταν τόσο υψηλά και αφετέρου, δεν υπήρχε συστηματική ενασχόληση των εναγόντων με πολύπλοκες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Τα ανωτέρω δέχτηκε και η Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην υπ’ αριθμ. 9/700/10.12.2014 απόφαση της, δυνάμει της οποίας επέβαλε στην πρώτη εναγομένη πρόστιμο 5.000 ευρώ για παράβαση εκ μέρους της της παρ. 1 του άρθρου 16 της απόφασης 1/452/01.11.2007, καθώς και πρόστιμο 5.000 ευρώ για παράβαση της παρ. 4 του άρθρου 25 το Ν. 3606/2007. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι οι ανωτέρω κίνδυνοι των Μ.Α.Ε.Κ. πραγματώθηκαν, δοθέντος ότι, ενώ η εναγομένη είχε έως την 31-12-2011 καταβάλει στους ενάγοντες τόκους ύψους 8.715,57 ευρώ έστον πρώτο), 5.124,76 ευρώ (στους δεύτερη και τρίτο), 1.046,11 ευρώ (στον ^-τέταρτο), 2.730,86 ευρώ (στους έβδομο και όγδοη), 1.562,82 ευρώ (στον ένατο), 237,05 ευρώ (στην δέκατη), 646,79 ευρώ (στους δέκατη και ενδέκατο από κοινού), 1.773,28 ευρώ (στους δωδέκατο, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο), 153,39 ευρώ (στον δέκατο πέμπτο), 2.970,21 ευρώ (στους δέκατη έκτη και δέκατο έβδομο) και 2.730,86 ευρώ (στον δέκατο όγδοο) γι' αυτά, εντούτοις στη συνέχεια προέβη, εξαιτίας ακριβώς της οφειλόμενης στην υπάρχουσα πριν από το έτος 2011 στην Ελλάδα και την Κύπρο προϊούσα οικονομική κρίση ελλείψεως κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας της, στην υποχρεωτική ακύρωση της πληρωμής τόκων ως προς τα εν λόγω αξιόγραφα για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2012, πράγμα το οποίο οι ενάγοντες αντελήφθησαν τον Ιούνιο του έτους 2012, όταν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγομένης τους ενημέρωσαν ότι δεν θα καταβάλλονταν οι τόκοι του τελευταίου εξαμήνου, μετά από εντολή, που δόθηκε από τα κεντρικά της γραφεία. Την 29-3-2013, η εναγομένη τραπεζική εταιρεία τέθηκε, δυνάμει του εκδοθέντος, σύμφωνα με τον από το έτος 2013 Νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας περί εξυγιάνσεως πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων, υπ' αριθμόν 103/2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ως προς τη διάσωση της εναγομένης με ίδια μέσα, σε καθεστώς εξυγιάνσεως ένεκα της δεινής οικονομικής της καταστάσεως, προκειμένου να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή της επάρκεια. Δυνάμει των με αριθμούς 103/29-3-2013 και 278/30-7-2013 Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τα Μ.Α.Ε.Κ. μετατράπηκαν σε μετοχές Δ' Τάξης με τιμή μετατροπής 1ευρώ (ήτοι στην ονομαστική τους αξία) και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής στο 1ευρώ για κάθε ένα ευρώ των παραπάνω χρεών της Τράπεζας. Εν συνεχεία επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών Δ' τάξης από 1 ευρώ σε 0,01 ευρώ εκάστη, για την διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγόμενης Τράπεζας. Κάθε μία μετοχή Δ' τάξης μετατράπηκε σε συνήθη μετοχή ονοματικής αξίας 0,01 ευρώ. Εν συνεχεία κάθε 100 μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 ευρώ εκάστη που ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο ενώθηκαν σε μία συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ εκάστη. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (πχ αριθμός μετοχών μικρότερος των 100 που υπολείπονταν ανά μέτοχο) ακυρώθηκαν και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για την διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της Τράπεζας. Πλέον όλες οι μετοχές αποτελούν μια ενιαία τάξη παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απόληψης μερισμάτων στους μετόχους. Οι προδιαληφθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης, με βάση την οποία οι ενάγοντες προέβησαν στην αγορά των επίμαχων ομολόγων, προκάλεσαν την προαναφερόμενη μονομερή, ελλιπή, ασαφή και παραπλανητική πληροφόρηση των εναγόντων άπειρων αντισυμβαλλομένων αυτής από τους ελλιπώς ενημερωμένους και μη εξειδικευμένους στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών συγκεκριμένους προειρημένους υπαλλήλους της σχετικά με τα αγορασθέντα εν συνεχεία απ' αυτούς Μ.Α.Ε.Κ. Ειδικότερα, κατέστη φανερό ότι οι ενάγοντες δεν ενημερώθηκαν προσυμβατικά με πλήρη ανάλυση των όρων και χαρακτηριστικών των επίμαχων σύνθετων ομολόγων, καθώς και των τυχόν επενδυτικών κινδύνων εξ αυτών. Παρότι η πρώτη εναγομένη είχε την υποχρέωση να τους παρουσιάσει αναλυτικά τους κινδύνους που ενείχε η επένδυση στο εν λόγω επενδυτικό προϊόν, στην οποία τους πρότεινε να προβούν, κατά παράβαση της υποχρέωσης αυτής, ουδέποτε τους ενημέρωσε για τον κίνδυνο να μη λάβουν καθόλου τόκους από την ανωτέρω επένδυση ενόψει της δυνατότητας της να μην καταβάλει αυτούς, περαιτέρω, παρόλο που το επενδυτικό αυτό προϊόν ενέπιπτε στην έννοια του πολύπλοκου τραπεζικού προϊόντος. Επομένως, κατά παράβαση των οριζομένων υποχρεώσεων της, η πρώτη εναγομένη ουδεμία ειδική πληροφόρηση παρέσχε στους ενάγοντες, προκειμένου να αντιληφθούν τους πραγματικούς κινδύνους που ενείχε η επένδυση αυτή και ουδεμία περιγραφή έκανε ως προς τους παράγοντες, που προσδιόριζαν την απόδοση των εν λόγω Μ.Α.Ε.Κ. Με τον τρόπο που ενήργησε η πρώτη εναγομένη διά των προστηθέντων υπαλλήλων της παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, ως το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Η παράλειψη αυτή της πρώτης εναγομένης ανάγεται στην καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής, ήτοι στην παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 25 Ν.3606/2007 υποχρεώσεων της, η δε επιδειχθείσα εν προκειμένω αμελής συμπεριφορά συνιστά το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ. Επιπλέον η πρώτη εναγομένη υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη έναντι των εναγόντων και για τον λόγο ότι, διά της προπεριγραφείσας απατηλής συμπεριφοράς των προαναφερομένων οργάνων της, προκάλεσε με δόλο στους ενάγοντες, οι οποίοι τύγχαναν συντηρητικοί πελάτες αυτής, την απόφαση επένδυσης στα Μ.Α.Κ. και εν συνεχεία της ανταλλαγής τους με τα επίμαχα Μ.Α.Ε.Κ., παριστώντας εν γνώσει της ψευδή γεγονότα ως αληθή, ήτοι ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούσαν ασφαλή τοποθέτηση όμοια με προθεσμιακή κατάθεση, σταθερό επιτόκιο ύψους 5,5% για τα Μ.Α.Κ. και 6,5% για τα Μ.Α.Ε.Κ., περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του επενδυμένου κεφαλαίου, αποσιωπώντας τους προδιαληφθέντες κινδύνους αυτών, προκαλώντας στους ενάγοντες την ως άνω μείωση της περιουσίας τους, καθώς επεδίωκε την εξισορρόπηση της κλονισμένης κεφαλαιακής της επάρκειας, μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τη διάθεση των εν λόγω αξιόγραφων. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγομένων κατηύθυναν τους υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης στην προώθηση των επίμαχων επενδυτικών προϊόντων, τονίζοντας μόνο τα πλεονεκτήματα των συγκεκριμένων προϊόντων, ενώ γνώριζαν ότι ήταν ακατάλληλα προς διάθεση στο ευρύ επενδυτικό κοινό. Ειδικότερα, ο δεύτερος εναγόμενος, Ιωάννης Σειραδάκης, από το Μάρτιο του έτους 2008 έως και το Μάρτιο του έτους 2013 ήταν γενικός διευθυντής του υποκαταστήματος της Τράπεζας Κύπρου (πρώτης εναγομένης) στην Ελλάδα και είχε την ευθύνη των κλασικών τραπεζικών εργασιών (χορηγήσεις, καταθέσεις, κάρτες, leasing, factoring κα). Αντίθετα, οι επενδυτικές υπηρεσίες, η θεματοφυλακή, η διαχείριση κινδύνων το Private Banking, η Κύπρου ΑΕΔΑΚ και η Κύπρου Χρηματιστηριακή, το Treasury (υπηρεσία διαχείρισης διαθεσίμων), η Διεύθυνση προσωπικού, η Διεύθυνση Οργάνωσης και Μεθόδων και η Διεύθυνση Πληροφορικής αναφέρονταν για θέματα εργασιών, πολιτικής, στρατηγικής και ανάπτυξης των εργασιών τους στους αρμόδιους Γενικούς Διευθυντές της Τράπεζας Κύπρου στην Κύπρο, όπου αυτοί έδρευαν. Ο ίδιος δε αναφερόταν κατά τα χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του έτους 2008 μέχρι το Μάιο του έτους 2010 στο Διευθύνοντα Σύμβουλο της Τράπεζας ..., μέλος του Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης και από την 1-5-2010 μέχρι και το Μάρτιο του έτους 2013 στον ..., Αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο και επίσης μέλος του Δ. Σ. της πρώτης εναγομένης. Επομένως, ο δεύτερος εναγόμενος δεν είχε καμία συμμετοχή στη λήψη οιασδήποτε απόφασης για την έκδοση των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι κατά τη διαδικασία προώθησης των Μ.Α.Ε.Κ. επόπτευε και ήλεγχε παντοιοτρόπως την εξέλιξη και πορεία των πωλήσεων, προτρέποντας τους υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης να ενεργοποιηθούν για την κάλυψη των στόχων ασκώντας πίεση σε αυτούς με την αποστολή είτε ηλεκτρονικών μηνυμάτων είτε σχετικών σημειωμάτων, ούτε ότι είχε δώσει εντολές και οδηγίες να μην τηρούνται οι νόμιμες διαδικασίες κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών. Ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγόντων δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο, καθώς στις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ..., πέραν των γενικών αναφορών περί άσκησης πίεσης εκ μέρους της κεντρικής διοίκησης για την επίτευξη του στόχου της προώθησης των Μ.Α.Ε.Κ. ουδεμία συγκεκριμένη αναφορά γίνεται στο πρόσωπο του δευτέρου εναγομένου και στις επιμέρους ενέργειες στις οποίες προέβη, ενώ, επιπλέον, ουδέν σχετικό με τα επίδικα Μ.Α.Κ. ή Μ.Α.Ε.Κ. εσωτερικό έγγραφο, υπογεγραμμένο από το δεύτερο εναγόμενο, προσκομίζεται, το οποίο να αποδεικνύει τον ως άνω ισχυρισμό. Περαιτέρω, ο τρίτος εναγόμενος, ..., κατά το χρονικό διάστημα από 20-5-2010 έως 5-6-2011 εργαζόταν ως Διευθυντής στη Διεύθυνση Χρηματιστηριακών Υπηρεσιών, Θεματοφυλακής και Επενδύσεων στο υποκατάστημα της πρώτης εναγομένης στην Ελλάδα και ιεραρχικά υπαγόταν στον αντίστοιχο Διευθυντή της ως άνω Διεύθυνσης στην Κύπρο, .... Εξάλλου, ο τομέας στον οποίο υπηρέτησε ο τρίτος εναγόμενος βρισκόταν εκτός του δικτύου καταστημάτων της πρώτης εναγομένης, λειτουργούσε ανεξάρτητα (οργανικά και ιεραρχικά) από αυτά και παρείχε μόνο, μαζί με άλλα συναρμόδια στελέχη της Τράπεζας, συμπληρωματική ενημέρωση και συμβουλευτικές υπηρεσίες στους Περιφερειακούς Διευθυντές, τους Διευθυντές και τα αρμόδια στελέχη των υποκαταστημάτων της πρώτης εναγομένης, καθώς και σε όσους πελάτες απευθύνονταν απευθείας στον τμήμα των Επενδυτικών Κόμβων (επικεφαλής του οποίου, ως εκ της άνω θέσης του, ήταν ο τρίτος εναγόμενος), χωρίς να έχει καμία αρμοδιότητα άσκησης εποπτείας και ελέγχου των υπαλλήλων, οι οποίοι έρχονταν σε επαφή με το συναλλακτικό κοινό. Στο πλαίσιο των άνω αρμοδιοτήτων του και αμέσως μετά την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Τράπεζας Κύπρου (23-3-2011) για την έκδοση και διάθεση του επιδίκου προϊόντος (Μ.Α.Ε.Κ.) ο τομέας στον οποίο πρόίστατο ο τρίτος εναγόμενος ανέλαβε το έργο της σύνταξης της σχετικής παρουσίασης του εν λόγω προϊόντος στους Διευθυντές των υποκαταστημάτων της πρώτης εναγομένης στην Ελλάδα, στις επιμέρους περιφερειακές συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν. Πράγματι, ο τρίτος εναγόμενος συνέταξε την προσκομιζόμενη από Απριλίου 2011 παρουσίαση, στην οποία γινόταν σαφής και λεπτομερής αναφορά στους ειδικούς κινδύνους και τους νέους αυστηρότερους όρους του επιδίκου προϊόντος (ακύρωση τόκου και υποχρεωτική μετατροπή σε μετοχές), ενώ, επιπλέον, γινόταν σύγκριση με τα αντίστοιχα προγενέστερα προϊόντα έκδοσης της πρώτης εναγομένης [ΚΥΠΡΟ 1 - Μετατρέψιμα Χρεόγραφα (Μ.Χ.) και ΚΥΠΡΟ 2 - Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου (Μ.Α.Κ.)]. Ακολούθως δε, στις περιφερειακές συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν, ο τρίτος εναγόμενος, αφού ενημέρωνε τους Διευθυντές των καταστημάτων για τους λόγους για τους οποίους το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας εισηγήθηκε στη Γενική Συνέλευση την έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ., που ήταν η ανάγκη για διατήρηση και περαιτέρω ενίσχυση των πρωτοβάθμιων κεφαλαίων της Τράπεζας (σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην από 3-3-2011 παρουσίαση που είχε πραγματοποιηθεί από την Κεντρική Διοίκηση της Τράπεζας Κύπρου), στη συνέχεια τους παρουσίαζε αναλυτικά τους όρους έκδοσης, τις ιδιότητες και τους κινδύνους των νέων επενδυτικών προϊόντων (Μ.Α.Ε.Κ.), ακολουθώντας την άνω παρουσίαση που ο ίδιος είχε συντάξει, ενώ, παράλληλα, τους επεσήμανε, ότι για τυχόν εξειδικευμένες πληροφορίες θα έπρεπε να παραπέμπουν τους πελάτες τους στους επενδυτικούς κόμβους. Επομένως, δεν αποδείχθηκε, ότι η ενημέρωση που παρείχε ο τρίτος εναγόμενος ήταν ελλιπής και παραπλανητική, υπό την έννοια ότι έδινε έμφαση μόνο στα πλεονεκτήματα του εν λόγω προϊόντος και υποβαθμίζοντας του κινδύνους αυτού. Τα ανωτέρω προκύπτουν, μεταξύ άλλων, και από τις σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις των μαρτύρων ..., στις προσκομιζόμενες από τον τρίτο εναγόμενο ένορκες βεβαιώσεις τους, καθώς και από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ... και ..., στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ενώ δεν αντικρούονται από όσα διαλαμβάνονται στις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ..., στις οποίες, άλλωστε, ουδεμία συγκεκριμένη αναφορά γίνεται στο πρόσωπο και στις ενέργειες του τρίτου εναγομένου. Ομοίως, απορριπτέος ως αναπόδεικτος και αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι ο τρίτος εναγόμενος είχε δώσει οδηγίες να μην τηρούνται οι νόμιμες διαδικασίες κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, για τον πρόσθετο λόγο, ότι ο τρίτος εναγόμενος ουδεμία αρμοδιότητα διοίκησης ή εποπτείας των υπαλλήλων των καταστημάτων της πρώτης εναγομένης είχε. Επομένως, αποδείχθηκε ότι δε γεννάται στο πρόσωπο του δευτέρου και του τρίτου των εναγομένων ευθύνη από αδικοπραξία. Συντρέχουν όμως, όπως προεκτέθηκε, οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων για την καταβολή της οποίας ευθύνεται η πρώτη εναγομένη, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 922 ΑΚ οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των άνω καθηκόντων και την απατηλή συμπεριφορά των υπαλλήλων - προστηθέντων της, η οποία και οδήγησε αιτιωδώς στην άνω ζημία τους, απορριπτόμενων κατ' ουσίαν των προβληθεισών εκ μέρους της πρώτης εναγομένης προειρημένων ενστάσεων περί καταχρηστικής ασκήσεως των αγωγικών δικαιωμάτων καθώς και συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων εξαιτίας πλήρους γνώσεως εκ μέρους αυτών, κατά την κατάρτιση των προαναφερομένων συμβάσεων, της φύσεως και των κινδύνων των Μ.Α.Κ. και εν συνεχεία των Μ.Α.Ε.Κ. δυνατότητας τους να λάβουν τότε τέτοια γνώση, καθόσον, όπως προελέχθη, επρόκειτο για ένα σύνθετο τραπεζικό προϊόν, για τη φύση του οποίου ουδέποτε τους δόθηκαν οι απαιτούμενες διασαφήσεις. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης περί συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων ως προς την έκταση της ζημίας τους, την οποία και θα περιόριζαν αν είχαν πουλήσει τα Μ.Α.Ε.Κ. την 01-01-2010 στο Χρηματιστήριο, όταν δηλαδή για πρώτη φορά ενημερώθηκαν με την από 31-12-2009 έγγραφη ενημέρωση της τράπεζας (statement) για την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους και συνειδητοποίησαν ότι αφενός μεν είχαν επενδύσει σε χρηματιστηριακό προϊόν, αφετέρου δε ότι επήλθε αύξηση και επομένως θα μπορούσε να επέλθει και μείωση της αξίας του κεφαλαίου τους και ως εκ τούτου κίνδυνος από την επένδυση τους στα Μ.Α.Κ. και εν συνεχεία στα Μ.Α.Ε.Κ., πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα ως άνω εκτεθέντα, οι ενάγοντες δεν είχαν ιδιαίτερη εμπειρία και γνώση περί της διενέργειας συναλλαγών στις εν λόγω αγορές, ώστε να δύνανται να διαβλέψουν την επερχόμενη ζημία τους σε ένα τόσο πρώιμο χρονικό στάδιο. Ακόμη όμως και όταν κατά τον Ιούλιο του έτους 2012 οι περισσότεροι εξ αυτών και δη οι πρώτος, δεύτερος, τρίτη, τέταρτος, πέμπτος, έκτη, δέκατη, ενδέκατος, δέκατος πέμπτος, δέκατη έκτη, δέκατος έβδομος και δέκατος όγδοος των εναγόντων συνειδητοποίησαν, ότι δεν τους καταβλήθηκαν οι αναλογούντες τόκοι εκ των υφισταμένων Μ.Α.Ε.Κ. που κατείχαν, απευθύνθηκαν στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης, με το οποίο συναλλασσόταν, προκειμένου να λάβουν τις απαραίτητες πληροφορίες, εκδηλώνοντας παράλληλα και την ανησυχία τους για όσα συνέβαιναν. Όλοι, όμως, οι προαναφερθέντες υπάλληλοι καθησύχασαν τους ενάγοντες, διαβεβαιώνοντας τους πως επρόκειτο απλώς για τυπικά έγγραφα, με τα οποία δεν έπρεπε να ασχοληθούν, οι δε ενάγοντες πείσθηκαν στις διαβεβαιώσεις αυτές, επιδεικνύοντας για μία ακόμη φορά εμπιστοσύνη στους υπαλλήλους της εναγομένης. Εξ αυτού του λόγου και δεν ασχολήθηκαν περαιτέρω με το εν λόγω ζήτημα, έχοντας την πεποίθηση ότι δεν επρόκειτο να υποστούν καμία ζημία και χωρίς να εξετάσουν το ενδεχόμενο πώλησης των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ., καθώς εξακολουθούσαν να αγνοούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη λειτουργία των προϊόντων αυτών. Εξάλλου και αναφορικά με τους έβδομο, όγδοη, ένατο, δωδέκατο, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο των εναγόντων, οι οποίοι ενημερώθηκαν τηλεφωνικά το Μάρτιο του έτους 2012 οι τρεις πρώτοι εξ αυτών και στις αρχές του έτους 2012 οι λοιποί από τους αρμόδιους υπάλληλους της πρώτης εναγομένης, περί των κινδύνων που αντιμετώπιζε η επένδυση τους λόγω του προσφάτου κουρέματος των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, η μόνη λύση που τους προτάθηκε προκειμένου να περισώσουν μέρος του κεφαλαίου τους, ήταν να αντικαταστήσουν τα Μ.Α.Ε.Κ. που κατείχαν με μετοχές τις πρώτης εναγομένης και όχι να πωλήσουν αυτά στο Χρηματιστήριο. Σε κάθε περίπτωση, η πώληση από τους ενάγοντες των Μ.Α.Ε.Κ. αυτών στη δευτερογενή αγορά δεν ανταποκρινόταν στο προπεριγραφέν συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ, ενώ, ακόμη κι αν είχαν υποβάλει προς την πρώτη εναγομένη αίτημα εξαγοράς των εν λόγω Μ.Α.Ε.Κ., αυτή δεν ήταν κατά τους ανωτέρω όρους εκδόσεως τους υποχρεωμένη να τα εξαγοράσει ή τουλάχιστον να τα ανακαλέσει, απορριπτόμενου επομένως ως κατ' ουσίαν αβάσιμου του ως άνω ισχυρισμού της πρώτης εναγομένης. Περαιτέρω, η θετική ζημία των εναγόντων συνίσταται στο ποσό (ονομαστική αξία) που έκαστος εξ αυτών κατέβαλε για την αγορά των ως άνω επενδυτικών προϊόντων και συγκεκριμένα στο ποσό των 142.041 ευρώ για τον πρώτο, στο ποσό των 83.526 ευρώ για τους δεύτερο και τρίτη, στο ποσό των 17.050 ευρώ για τον τέταρτο, στο ποσό των 21.500 ευρώ για τους πέμπτο και έκτη, στο ποσό των 44.509 ευρώ για τους έβδομο και όγδοη, στο ποσό των 40.000 ευρώ για τον ένατο, στο ποσό των 4.000 ευρώ για τη δέκατη, στο ποσό των 16.000 ευρώ για τους δέκατη και ενδέκατο από κοινού, στο ποσό των 28.902 ευρώ για τους δωδέκατο, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο, στο ποσό των 2.500 ευρώ για τον δέκατο πέμπτο, στο ποσό των 48.410 ευρώ για τους δέκατη έκτη και δέκατο έβδομο και στο ποσό των 44.509 ευρώ για τον δέκατο όγδοο εξ αυτών, χωρίς όμως να αφαιρεθεί η ονομαστική αξία των μετοχών της πρώτης εναγομένης τράπεζας, που διαθέτουν σήμερα οι ενάγοντες, ήτοι το ποσό των 1.420 ευρώ για τον πρώτο, το ποσό των 835 ευρώ για τους δεύτερο και τρίτη, το ποσό των 170 ευρώ για τον τέταρτο, το ποσό των 215 ευρώ για τους πέμπτο και έκτη, στο ποσό των 593 ευρώ για τους έβδομο και όγδοη, στο ποσό των 533 ευρώ για τον ένατο, στο ποσό των 41 ευρώ για τη δέκατη, στο ποσό των 160 ευρώ για τους δέκατη και ενδέκατο από κοινού, στο ποσό των 289 ευρώ για τους δωδέκατο, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο, στο ποσό των 25 ευρώ για τον δέκατο πέμπτο, στο ποσό των 484 ευρώ για τους δέκατη έκτη και δέκατο έβδομο και στο ποσό των 526 ευρώ για τον δέκατο όγδοο εξ αυτών. Και τούτο διότι η πραγματική σημερινή αξία των εν λόγω μετοχών, λόγω της προπεριγραφόμενης καθοδικής πορείας των Μ.Α.Ε.Κ., είναι μηδενική, εφόσον δεν υπάρχει πλέον το ανάλογο αγοραστικό ενδιαφέρον προς απόκτηση τους. Επιπλέον τα ως άνω ποσά των τόκων, που έλαβαν οι ενάγοντες κατά την περίοδο από 30-6-2011 έως 30-12-2011, δεν είναι κέρδος των εναγόντων από τη ζημία τους, αλλά απότοκος της συναφθείσας μεταξύ αυτών και της πρώτης εναγομένης σύμβασης με συγκεκριμένες απολήψεις. Πράγματι, οι τόκοι που έλαβαν οι ενάγοντες ως απόδοση των χρεωγράφων είναι μεν κέρδος τους από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην όμως το κέρδος αυτό προέρχεται όχι από την ζημία που υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες. Έτσι οι τελευταίοι δικαιούνται να κρατήσουν το σύνολο των εισπραχθέντων τόκων. Άλλωστε η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία των εναγόντων, θα αντέκειτο στις αρχές της καλής πίστεως, αφού οι τελευταίοι τους έχουν ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η αποζημίωση που θα επιδικασθεί από την απώλεια του κεφαλαίου τους, απορριπτόμενης ως κατ' ουσίαν αβάσιμης της ένστασης της πρώτης εναγομένης περί συνυπολογισμού στην αποζημίωση των εναγόντων του ποσού των τόκων που αυτοί έλαβαν, καθώς και του ποσού, που αντιστοιχεί στην ονομαστική αξία των μετοχών, που οι ενάγοντες κατέχουν σήμερα. Επιπροσθέτως, όσον αφορά την ένσταση της πρώτης εναγομένης περί ελλείψεως ως προς αυτήν παρανομίας, υπαιτιότητας και αιτιώδους συνάφειας αναφορικά με την ως άνω ζημία των εναγόντων, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Η ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης τραπεζικής εταιρείας εις βάρος των εναγόντων - αντισυμβαλλομένων πελατών αυτής και καταναλωτών στο πλαίσιο της χορηγήσεως σ' αυτούς επενδυτικής συμβουλής και συστάσεως για την αγορά των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ. αντί του προαναφερθέντος τιμήματος συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα περιουσιακή ζημία των εναγόντων. Αυτή δεν ανάγεται αποκλειστικά σε γεγονός ανωτέρας βίας και δη στην προαναφερόμενη απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου να θέσει διά του υπ' αριθμ. 103/2013 Διατάγματος της σε καθεστώς εξυγιάνσεως την εναγομένη προς τον σκοπό της ανακεφαλαιοποιήσεώς της με ίδια μέσα, αφού η προεκτεθείσα συμπεριφορά της εναγομένης ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, να προξενήσει και πράγματι προκάλεσε την προαναφερθείσα ζημία των εναγόντων υπό την έννοια της υπάρξεως ανάμεσα τους, σύμφωνα με αντικειμενική εκ των υστέρων πρόγνωση, πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας. Άλλωστε η ως άνω απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, συνιστά απλά τμήμα της περί ης ο λόγος αιτιώδους διαδρομής, αφού ελήφθη με σκοπό την αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγόμενης και συνεπώς συνιστά «γεγονός βιωσιμότητας», κατά την έννοια του από 5-4-2011 ενημερωτικού δελτίου της, που αποτελεί όρο υποχρεωτικής μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές. Περαιτέρω, η συγκεκριμένη παράνομη συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία των εναγόντων, αφού αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να παρασχεθεί στους ενάγοντες η αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσουν τη μορφή και το περιχεόμενο της επένδυσης και να αποφασίσουν εάν θα προβούν σε αυτήν, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη της πρώτης εναγομένης, απορριπτόμενης ως κατ' ουσίαν αβάσιμης της σχετικής ένστασης της. Συνεπεία της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης τραπεζικής εταιρείας, οι ενάγοντες υπέστησαν ένεκα της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που δοκίμασαν ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης, το ύψος της οποίας, ενόψει της έκτασης της ζημίας τους, των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε, της αποκλειστικής υπαιτιότητας της αντιδίκου τους, και της κοινωνικοοικονομικής θέσης και κατάστασης εκάστου των μερών, πρέπει να Κ καθοριστεί ως εξής, ήτοι στο ποσό των 10.000 ευρώ για τον πρώτο, στο ποσό των 4.000 ευρώ για έκαστο από τους δεύτερο και τρίτη, στο ποσό των 1.000 ευρώ για τον τέταρτο, στο ποσό των 1.000 ευρώ για έκαστο από τους πέμπτο και έκτη, στο ποσό των 2.500 ευρώ για τους έβδομο και όγδοη, στο ποσό των 2.500 ευρώ για τον ένατο, στο ποσό των 1.000 ευρώ για έκαστο από τους δέκατη και ενδέκατο, στο ποσό των 1.500 ευρώ για έκαστο από τους δωδέκατο, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο, στο ποσό των 500 ευρώ για τον δέκατο πέμπτο, στο ποσό των 2.500 ευρώ για τους έκαστο από τους δέκατη έκτη και δέκατο έβδομο και στο ποσό των 2.500 ευρώ για τον δέκατο όγδοο εξ αυτών.

 

 

Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως προς το δεύτερο και τον τρίτο των εναγομένων και να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τα δικαστικά έξοδα αυτών σε βάρος των εναγόντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδ. με άρθρα 63 παρ. 1 περ. i υποπερ. α) και β, 64 παρ. 1 και 68 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας περί Δικηγόρων»), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Η αγωγή θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει: 1) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων και σαράντα ενός (152.041) ευρώ, ήτοι 142.041 ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής του ζημίας και 10.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 2) στους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων το ποσό των ογδόντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι έξι (83.526) ευρώ εις ολόκληρον για την αποκατάσταση της θετικής τους ζημίας, καθώς και ποσό τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ σε έκαστο εξ αυτών για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 3) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των δέκα οχτώ χιλιάδων πενήντα (18.050) ευρώ, ήτοι 17.050 ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής του ζημίας και 1.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 4) στους πέμπτο και έκτη των εναγόντων το ποσό των είκοσι μία χιλιάδων πεντακοσίων (21.500) ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής τους ζημίας, καθώς και ποσό χιλίων (1.000) ευρώ σε έκαστο εξ αυτών για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 5) στους έβδομο και όγδοη των εναγόντων το ποσό των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων εννέα (44.509) ευρώ εις ολόκληρον για την αποκατάσταση της θετικής τους ζημίας, καθώς και το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ σε καθένα από αυτούς για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 6) στον ένατο ενάγοντα το ποσό των σαράντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων (42.500) ευρώ, ήτοι 40.000 ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής του ζημίας και 2.500 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 7) στη δέκατη ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής της ζημίας, 8) στην δέκατη και ενδέκατο των εναγόντων το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων (16.000) ευρώ εις ολόκληρον για την αποκατάσταση της θετικής τους ζημίας, καθώς και το ποσό των 1.000 ευρώ σε καθέναν από αυτούς για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 9) στους δωδέκατο, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο των εναγόντων το ποσό των είκοσι οχτώ χιλιάδων εννιακοσίων δύο (28.902) ευρώ εις ολόκληρον για την αποκατάσταση της θετικής τους ζημίας, καθώς και το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ σε καθένα από αυτούς για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 10) στον δέκατο πέμπτο ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, ήτοι 2.500 ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής του ζημίας, και 500 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 11) στους δέκατη έκτη και δέκατο έβδομο των εναγόντων το ποσό των σαράντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων δέκα (48.410) ευρώ εις ολόκληρον για την αποκατάσταση της θετικής τους ζημίας, καθώς και το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ σε καθένα από αυτούς για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και 12) στον δέκατο όγδοο ενάγοντα το ποσό των σαράντα επτά χιλιάδων εννέα (47.009) ευρώ, ήτοι 44.509 ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής του ζημίας και 2.500 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όλα δε τα άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση. Επίσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει η παρούσα απόφαση να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό αυτής, διότι η καθυστέρηση ως προς την εκτέλεση της μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, δοθέντος μάλιστα ότι πρόκειται περί αξιώσεων τους εξ αδικοπραξίας (άρθρα 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της πρώτης εναγομένης εξαιτίας της εν μέρει νίκης τους και ανάλογα με την έκταση της (άρθρα 178 παρ. 1, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδ. με άρθρα 63 παρ. 1 περ. i υποπερ. α) και β, 64 παρ. 1 και 68 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας περί Δικηγόρων»), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον δεύτερο και τον τρίτο των εναγομένων.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόντων τα δικαστικά έξοδα του δευτέρου και του τρίτου των εναγομένων, τα οποία ορίζει για τον καθένα από αυτούς στα κάτωθι ποσά, ήτοι: 1) στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) για τον πρώτο ενάγοντα, 2) στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ για τους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων, 3) στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ για τον τέταρτο ενάγοντα, 4) στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ για τον πέμπτο και έκτη των εναγόντων, 5) στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ για τον έβδομο και όγδοη των εναγόντων, 6) στο ποσό των οχτακοσίων (800) ευρώ για τον ένατο ενάγοντα, 7) στο ποσό των εκατό (100) ευρώ για την δέκατη ενάγουσα, 8) στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ για τους δέκατη και ενδέκατο των εναγόντων, 9) στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για τους δωδέκατου, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο των εναγόντων, 10) στο ποσό των ογδόντα (80) ευρώ για τον δέκατο πέμπτο ενάγοντα, 11) στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ για τους δέκατη έκτη και δέκατο έβδομο των εναγόντων και 12) στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ για τον δέκατο όγδοο ενάγοντα.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει: 1) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων και σαράντα ενός (152.041) ευρώ, 2) στους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων το ποσό των ογδόντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι έξι (83.526) ευρώ εις ολόκληρον, καθώς και το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ σε έκαστο εξ αυτών, 3) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των δέκα οχτώ χιλιάδων πενήντα (18.050) ευρώ, 4) στους πέμπτο και έκτη των εναγόντων το ποσό των είκοσι μία χιλιάδων πεντακοσίων (21.500) ευρώ εις ολόκληρον, καθώς και το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ σε έκαστο εξ αυτών, 5) στους έβδομο και όγδοη των εναγόντων το ποσό των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων εννέα (44.509) ευρώ εις ολόκληρον, καθώς και το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ σε καθένα από αυτούς, 6) στον ένατο ενάγοντα το ποσό των σαράντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων (42.500) ευρώ, 7) στη δέκατη ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, 8) στους δέκατη και ενδέκατο των εναγόντων το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων (16.000) ευρώ εις ολόκληρον, καθώς και το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ σε έκαστο εξ αυτών, 9) στους δωδέκατο, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο των εναγόντων το ποσό των είκοσι οχτώ χιλιάδων εννιακοσίων δύο (28.902) ευρώ εις ολόκληρον, καθώς και το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ σε έκαστο εξ αυτών, 10) στον δέκατο πέμπτο ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, 11) στους δέκατη έκτη και δέκατο έβδομο των εναγόντων το ποσό των σαράντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων δέκα (48.410) ευρώ εις ολόκληρον, καθώς και το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ σε καθένα από αυτούς και 12) στον δέκατο όγδοο ενάγοντα το ποσό των σαράντα επτά χιλιάδων εννέα (47.009) ευρώ, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση.

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα απόφαση, ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό 1) πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, όσον αφορά στον πρώτο ενάγοντα τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, όσον αφορά στους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων, 3) έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, όσον αφορά στον τέταρτο ενάγοντα, 4) επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ, όσον αφορά στους πέμπτο και έκτη των εναγόντων, 5) δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, όσον αφορά στους έβδομο και όγδοη των εναγόντων, 6) δεκατεσσάρων χιλιάδων (14.000) ευρώ, όσον αφορά στον ένατο ενάγοντα, 7) χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, όσον αφορά στη δέκατη ενάγουσα, 8) πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (5.500) ευρώ, όσον αφορά στους δέκατη και ενδέκατο των εναγόντων, 9) δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, όσον αφορά στους δωδέκατο, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο των εναγόντων, 10) χιλίων (1.000) ευρώ, όσον αφορά στον δέκατο πέμπτο ενάγοντα, 11) δεκαέξι χιλιάδων (16.000) ευρώ, όσον αφορά στους δέκατη έκτη και δέκατο έβδομο των εναγόντων και 12) δεκαπέντε χιλιάδων πεντακοσίων (15.500) ευρώ, όσον αφορά στον δέκατο όγδοο ενάγοντα.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της πρώτης εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία ορίζει: 1) στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500) ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα, 2) στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ για τους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων, 3) στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για τον τέταρτο ενάγοντα, 4) στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ για τους πέμπτο και έκτη των εναγόντων, 5) στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ για τους έβδομο και όγδοη των εναγόντων, 6) στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ για τον ένατο ενάγοντα, 7) στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ για τη δέκατη ενάγουσα, 8) στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για τους δέκατη και ενδέκατο των εναγόντων, 9) στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ για τους δωδέκατο, δέκατη τρίτη και δέκατο τέταρτο των εναγόντων, 10) στο ποσό των εκατόν είκοσι (120) ευρώ για τον δέκατο πέμπτο ενάγοντα, 11) στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ για τους δέκατη έκτη και δέκατο έβδομο των εναγόντων και 12) στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ για τον δέκατο όγδοο ενάγοντα.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11-01-2017

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ   

 

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.