Κάτοχοι αξιόγραφων τράπεζας Κύπρου Ελλάδος


Τριμελες Εφετειο Λαρισης 120/2017

Δικαστήριο:     ΕΦΕΤΕΙΟ
Τόπος:     ΛΑΡΙΣΗΣ
Αριθ. Απόφασης:     120
Ετος:     2017
Περίληψη

Ακυρώσιμη σύμβαση επενδυτικών προϊόντων - Απάτη - Προστηθείς τράπεζας - Αδικοπραξία - Στοιχεία αγωγής - Αποζημίωση - Προστασία καταναλωτή - Ευθύνη παρέχοντος υπηρεσίες - Παροχή επενδυτικών συμβουλών - Ευθύνη τράπεζας - Συντρέχον πταίσμα -. Αγωγή για την ακύρωση σύμβασης πώλησης επενδυτικών προϊόντων που καταρτίστηκε κατόπιν απατηλών διαβεβαιώσεων από προστηθέντα τράπεζας, ότι επρόκειτο περί πλήρως εξασφαλισμένου προϊόντος καθώς και για την υποχρέωση προς αποζημίωση του ενάγοντος. Επαρκώς ορισμένη η αγωγή καθώς περιείχε αναφορά της ζημιογόνου συμπεριφοράς, του παράνομου χαρακτήρα της πράξης και των παραλείψεων, της υπαιτιότητας των προστηθέντων υπαλλήλων και του πρόσφορου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος. Προστασία καταναλωτή. Οι τράπεζες ως παρέχουσες υπηρεσίες υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης και αδικοπραξία. Παροχή επενδυτικών συμβουλών από ΑΕΠΕΥ. Ευθύνη τράπεζας όταν δεν εφιστά την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του κ.λπ. Αδικοπραξία. Απόρριψη ισχυρισμού περί συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος στην επέλευση και στην έκταση της ζημίας του. Όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν να μη δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος.

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αργυρώ Αρναούτη-Μπλέτσα, Πρόεδρο Εφετών, Νικόλαο Πουλάκη-Εισηγητή, Σπυρίδωνα Μελά, Εφέτες και τη Γραμματέα Αλεξάνδρα Μπουραδάμου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Φεβρουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση στην οποία διάδικοι είναι:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ: Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (Α.Τ.Δ.)» και δ.τ. «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ», που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου και είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα δια του Υποκαταστήματος της επί της Α. Αλεξάνδρας αρ. 192 Αθήνα με ΑΦΜ ... και εκπροσωπείται νόμιμα, παραστάθηκε γι' αυτήν η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Φερφέλη, με την από 8-2-2017 δήλωση της, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ: ... κάτοικος Λάρισας, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Σπυρίδωνος Χατζή.

Ο εφεσίβλητος, με την υπ' αριθμό καταθέσεως 272/2013 αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή. Το Δικαστήριο, απέρριψε την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγομένη και δέχθηκε αυτή εν μέρει ως προς την πρώτη εναγομένη, με την 35/2015 οριστική απόφαση του. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα, με την υπ' αριθμό καταθέσεως 172/25-6-2015 έφεση της, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, προκατέθεσε τις από 8-2-2016 προτάσεις της και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.-Η υπό κρίση έφεση της πρώτης εναγομένης, που ηττήθηκε εν μέρει, κατά της με αριθμό 35/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 19, 31 παρ.3, 495 παρ.1, 511, 513 παρ.1 περ.α', 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, εφάσον για το παραδεκτό της έφεσης, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα παράβολο ποσού 200 ευρώ (βλ. υπ' αριθμ. 167983, 167984 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και υπ' αριθμ. 2979910, 2979907, 2979909 και 2979908 παράβολα Δημοσίου), που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 4055/6.7.2012.

2.-Ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος) με την αγωγή του, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, κατά ι) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ» (ήδη εκκαλούσας) και ιι) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ)), ισχυρίσθηκε ότι η υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας, …, με την οποία συνεργαζόταν στα πλαίσια τοποθέτησης των αποταμιεύσεων του και με την οποία είχε αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης, τον Ιούλιο του 2008, προσήλθε στο ιατρείο του και του πρότεινε, παρέχοντας του επενδυτική συμβουλή, να προβεί στην αγορά Μετατρέψιμων Χρεογράφων (MX) της Τράπεζας Κύπρου, ήτοι της πρώτης εναγόμενης και δη ενός νέου και κατά τους ισχυρισμούς της εξαιρετικά συμφέροντος για τον ίδιο καταθετικού προϊόντος της πρώτης εναγόμενης με τη μεγαλύτερη δυνατή τοκοφορία και απολύτως εξασφαλισμένη επιστροφή κεφαλαίου, παραπλήσιο προθεσμιακής κατάθεσης, καθώς μετά το πέρας της συμφωνηθείσας πενταετούς διάρκειας η πρώτη εναγόμενη ήταν υποχρεωμένη να του αποδώσει το αρχικό κεφάλαιο. Ότι τα ομόλογα αυτά όπως του παρουσιάστηκαν ήταν ιδιαίτερα ελκυστικά διότι προσέφεραν σταθερό επιτόκιο 6,5% για δύο περιόδους τόκου και ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που θα ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 1%. Ότι κατά την υπογραφή της σχετικής αιτήσεως δεν του παραδόθηκαν οι όροι έκδοσης και το ενημερωτικό σημείωμα για το προϊόν αυτό, ενώ η ως άνω υπάλληλος τον διαβεβαίωνε ότι επρόκειτο για προϊόν που προσομοίαζε με προθεσμιακή κατάθεση και ήταν ιδιαίτερα ασφαλές. Ότι πεισθείς από τις διαβεβαιώσεις της εν λόγω υπαλλήλου, προέβη στην τοποθέτηση συνολικού ποσού 630.897 ευρώ με το οποίο αγόρασε μετατρέψιμα χρεόγραφα με τον τίτλο «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/18» και ότι το ποσό αυτό προήλθε από τους αναφερόμενους στην αγωγή λογαριασμούς του. Ότι, παρά την πεποίθηση του ότι είχε προβεί στην ασφαλέστερη δυνατή τοποθέτηση των χρημάτων του, το Μάιο του 2012, πληροφορήθηκε ότι συνέβαιναν ραγδαίες εξελίξεις, οι οποίες συνετέλεσαν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης εναγομένης εξαιτίας της μετατροπής άλλων προϊόντων της και σε τροποποιήσεις λοιπών προϊόντων της (ΜΑΕΚ) που σχετιζόταν έστω και έμμεσα με την τοποθέτηση χρημάτων του, γεγονότα που καθιστούσαν επισφαλή την επένδυση του και ότι εν τέλει τον Απρίλιο του 2013 αντιλήφθηκε, ότι το ως άνω προϊόν στο οποίο είχε τοποθετήσει τα χρήματα του δεν ήταν ένα είδος προθεσμιακής προνομιακής κατάθεσης, αλλά επενδυτικό προϊόν υψηλού κινδύνου, για τους οποίους δεν είχε ενημερωθεί, με συνέπεια να τους αγνοεί, κατά το χρόνο αγοράς του και ότι το σύνολο της τοποθέτησής του διέτρεχε εξαιρετικούς κινδύνους διότι ήταν εξαρτημένο από άλλους παράγοντες αστάθμητους μελλοντικούς αναφερόμενους στη φερεγγυότητα του τραπεζικού ιδρύματος, αλλά και στην πορεία της κυπριακής οικονομίας, σε εξαγορά, στη γενικότερη αστάθεια των κεφαλαιαγορών κλπ. Επίσης, ότι μετά από σχετική αίτηση που υπέβαλε στην πρώτη καθής το Μάιο του 2013 έλαβε την απάντηση και διαπίστωσε για πρώτη φορά ότι μονομερώς μετατράπηκε εν αγνοία του και χωρίς τη συναίνεση του το σύνολο του κεφαλαίου του σε μετοχές Δ τάξης και ότι το κεφάλαιο του υπέστη μείωση σε ποσοστό 99%. Ότι οι κίνδυνοι του προϊόντος αυτού ήταν ορατοί κατά το χρόνο της σύναψης της συμφωνίας στην πρώτη εναγομένη και ότι η υπάλληλος της εναγόμενης τον εξαπάτησε προκειμένου να συμβληθεί μαζί της, γνωρίζοντας ότι τόσο αυτός όσο και η σύζυγος του ουδέποτε ήθελαν να έχουν σχέση με χρηματοπιστωτικά προϊόντα και με υψηλού κινδύνου τραπεζικές επενδύσεις αλλά ότι είχαν το προφίλ του συντηρητικού επενδυτή. Ότι η σύμβαση<webtop:message key= αγοράς του προϊόντος αυτού είναι ακυρώσιμη, διότι στην κατάρτιση της οδηγήθηκε εξαπατηθείς από την προστηθείσα της πρώτης εναγομένης, καθώς αυτή του παρέστησε ψευδώς ότι επρόκειτο για ασφαλές καταθετικό προϊόν, που διασφάλιζε την ακεραιότητα του κεφαλαίου του και την απόδοση τόκων κατά τη λήξη του που προσομοίαζε με προθεσμιακή κατάθεση, ενώ το αληθές, το οποίο γνώριζε η εν λόγω υπάλληλος, ήταν ότι επρόκειτο για επενδυτικό προϊόν υψηλού κινδύνου, ουσιωδώς διάφορο των προϊόντων που κατείχε ο ίδιος έως τον παραπάνω χρόνο και το οποίο εξεδόθη για τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας της πρώτης εναγομένης, στοιχεία τα οποία δολίως αποσιώπησε, ενώ η αποκάλυψη τους σε αυτόν πού τα αγνοούσε, επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης που υπείχε απέναντι του με βάση την καλή πίστη, αλλά και την προϋπάρχουσα ιδιαίτερη μεταξύ τους σχέση. Ότι δια της ανωτέρω συμπεριφοράς της η πρώτη εναγόμενη κατά την προς αυτόν παροχή <webtop:message key=επενδυτικών<webtop:message key= συμβουλών, παραβίασε τις υποχρεώσεις της για ακριβή και πλήρη ενημέρωση του, ενώ παράλληλα του δημιούργησε πεπλανημένη πεποίθηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αποσιώπηση της αλήθειας, κατευθύνοντας δόλια τη βούληση του, παρουσιάζοντας την όλη επένδυση ως εγγυημένου κεφαλαίου κατά 100% και μηδενικού κινδύνου. Ότι η δεύτερη εναγομένη εταιρία την 26.3.2013 ανέλαβε όλα τα υποκαταστήματα, τους υπαλλήλους, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της πρώτης εναγόμενης εταιρίας και επέχει πλέον ισόποση <webtop:message key=ευθύνη<webtop:message key= αλληλεγγύως και εις ολόκληρο για τις επίδικες αξιώσεις, αφού απέκτησε τους προστηθέντες και βοηθούς εκπλήρωσης της πρώτης ως εργασιακό δυναμικό, απέκτησε όλες τις υποχρεώσεις της βεβαρυμμένες με τα δικαιώματα τρίτων και απέκτησε όλα τα δικαιώματα του ενεργητικού της πρώτης εναγόμενης και συνεπώς και αυτά τα Μετοχικά Χρεόγραφα έχουν καταστεί περιουσιακό στοιχείο της και ευθύνεται και η ίδια ως ειδική διάδοχος της πρώτης εναγόμενης εταιρίας για την αποκατάσταση της ζημίας του. Ότι ο ίδιος επέχει θέση καταναλωτή στην ένδικη <webtop:message key=σύμβαση<webtop:message key=, καθώς είναι ο τελικός αποδέκτης των <webtop:message key=υπηρεσιών της πρώτης εναγομένης, οι οποίες (υπηρεσίες) δεν σχετίζονται προς το αντικείμενο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, αφού ο ίδιος τυγχάνει ιατρός. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να ακυρωθεί η σύμβαση πώλησης των περιγραφόμενων στην αγωγή του μετατρέψιμων χρεογράφων έναντι του κεφαλαίου του ύψους 630.897 ευρώ, με την παράλληλη επιστροφή - παράδοση στην πρώτη εναγόμενη των αξιόγραφων που κατά τα άνω διατέθηκαν σε αυτόν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες έναντι αυτού, εις ολόκληρο, να του καταβάλουν α) το ποσό των 630.000 ευρώ για το κεφάλαιο το οποίο επένδυσε, β) το ποσό των 24.893,80 ευρώ για τόκους τους οποίους απώλεσε δεδομένου ότι αυτοί ήταν ίσοι με το επιτόκιο euribor 6 μηνών, που ίσχυε στην αρχή της περιόδου πλέον 1%, ήτοι 1,93% ήτοι ποσό 6.223,45 ευρώ Χ 4 περιόδους τόκου υπολογισθέντες επί του αρχικού του κεφαλαίου και γ) το ποσό των 63.045,70 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξ αιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, η οποία περιγράφεται αναλυτικά στην αγωγή και της συνεπεία αυτής ψυχικής ταλαιπωρίας του, πλέον του ποσού των 44 ευρώ, την αναζήτηση του οποίου ρητώς επιφυλάχθηκε να αναζητήσει ενώπιον των αρμοδίων ποινικών δικαστηρίων και συνολικά το ποσό των 718.836 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της 15.7.2013 όταν και ασκήθηκε όμοια αγωγή του κατά των εναγομένων ενώπιον των δικαστηρίων Αθηνών, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε νομίμως με την κρινόμενη αγωγή μέχρις εξοφλήσεως. Η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, το οποίο με την υπ' αριθμ. 35/2015 απόφασή του, ι) απέρριψε την αγωγή, ως προς τη δεύτερη εναγομένη και ιι) έκαμε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη και α) ακύρωσε τη σύμβαση αγοραπωλησίας των 630.897 Μετατρέψιμων Χρεογράφων, που καταρτίστηκε μεταξύ ενάγοντος και πρώτης εναγομένης και β) υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα 640.897 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 22.7.2013, με τον όρο της ταυτόχρονης παράδοσης - μεταβίβασης από τον ενάγοντα στην πρώτη εναγομένη των κατεχομένων υπό αυτού τίτλων. Η (εν μέρει) ηττηθείσα - πρώτη εναγομένη με την έφεση της προσβάλλει την απόφαση αυτή και παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί ώστε να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή.

3. -Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ' αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση.

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει, ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ίδιου Κώδικα και 386 του Π.Κ., προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον, τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 1516/1999), χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο (ΑΠ 491/2015, ΑΠ 208/2014, ΑΠ 861/2014, ΑΠ 481/2012). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εναγομένη, Τράπεζα Κύπρου, με σχετικό λόγο έφεσης, επαναφέρει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τον ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ισχυρισμό περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, επειδή δεν αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, α) ποιοι ήταν οι υπάλληλοι της που ενημέρωσαν τον ενάγοντα και σε ποιο χρόνο συνέβη αυτό, β) αν η κρίσιμη συναλλαγή, έλαβε χώρα εντός μιας ή πλειόνων ημερών, γ) ως προς το προϊόν που του παρουσιάστηκε αν αφορούσε προθεσμιακή κατάθεση ή ομόλογο και δ) ο χρόνος που δήθεν συνειδητοποίησε ο ενάγων ότι η επένδυσή του, υπόκειτο σε κινδύνους. Ο παραπάνω λόγος έφεσης δεν είναι νόμιμος, διότι όπως προκύπτει από την ένδικη αγωγή, με την οποία ο ήδη εφεσίβλητος ζήτησε 1) την ακύρωση της σύμβασης πώλησης των περιγραφόμενων στην αγωγή του μετατρέψιμων χρεογράφων έναντι του κεφαλαίου του ύψους 630.897 ευρώ, με την παράλληλη επιστροφή - παράδοση στην πρώτη εναγόμενη των αξιόγραφων που κατά τα άνω διατέθηκαν σε αυτόν και 2) να υποχρεωθεί η εναγομένη, να του καταβάλει α) το ποσό των 630.000 ευρώ για το κεφάλαιο το οποίο επένδυσε, β) το ποσό των 24.893,80 ευρώ για τόκους τους οποίους απώλεσε και γ) το ποσό των 63.045,70 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξ αιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, η οποία περιγράφεται αναλυτικά στην αγωγή, περιέχονται σ' αυτή όλα τα απαιτούμενα, κατ' άρθρο 216 ΚΠολΔ, στοιχεία για τη νομική θεμελίωση και δικαστική της εκτίμηση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αγωγή 1) η ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξεις και παραλείψεις) των προστηθέντων από την εναγομένη προσώπων, 2) ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης και των παραλείψεων, 3) η υπαιτιότητα των προστηθέντων από την εναγομένη υπαλλήλων και 4) ο πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Δεν χρειαζόταν δε για την πληρότητα της ένδικης αγωγής και η αναφορά των ονομάτων των προστηθέντων από την εναγομένη υπαλλήλων που επέδειξαν τη ζημιογόνο συμπεριφορά (μολονότι ρητά αναφέρει την υπάλληλο ...), ούτε αν η κρίσιμη συναλλαγή έλαβε χώρα εντός μιας ή πλειόνων ημερών, ούτε ποια ήταν η φύση, τα χαρακτηριστικά και οι κίνδυνοι της επένδυσης σε MX 2013/2018, ούτε ο χρόνος που συνειδητοποίησε ο ενάγων ότι η επένδυση του, υπόκειτο σε κίνδυνο. Τα επί μέρους αυτά στοιχεία προσδιορισμού της περιουσιακής ζημίας (του ζημιωθέντος), δεν ανάγονται στην ιστορική βάση της αγωγής αποζημίωσης και μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε επαρκώς ορισμένη την αγωγή, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και συνεπώς ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος έφεσης της εκκαλούσας - εναγομένης, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.

4.-Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147, 149, 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνον την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή στην έκταση που δικαιούται αποζημίωσης για κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 1399/2007, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1458/2001, ΕλλΔνη 2002. 1623). Στην πρώτη περίπτωση η αποζημίωση συνίσταται στο αρνητικό διαφέρον, δηλαδή ο απατηθείς, που επέλεξε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, δικαιούται παράλληλα και αποζημίωση για την κάλυψη κάθε ζημίας που θα είχε αποφευχθεί αν δεν είχε πιστέψει στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης, δικαιούται δηλαδή το αρνητικά διαφέρον, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το καταβληθέν τίμημα (βλ ΑΠ 715/2011, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, στο τέλος της τέταρτης σκέψης, βλ. και Εφθεσ 74/1983, Αρμ. 1983. 656). Απάτη κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση (αρκεί και ενδεχόμενος δόλος βλ. ΑΠ 957/2009, ΧρΙΔ 2010. 178) που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε, στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σε αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωση του (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 325/2009, ΑΠ 491/2008, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια υποχρέωση από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη προς παροχή διασαφητικών πληροφοριών ή εξηγήσεων, έχουν και οι διαπραγματευόμενοι την κατάρτιση σύμβασης, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 ΑΚ, δηλαδή η απάτη ως παραγωγική αιτία αποζημίωσης μπορεί να εμφανίζεται τόσο ως προσυμβατικό πταίσμα, όσο και ως ιδιαίτερη αδικοπραξία, ανεξάρτητη από προσυμβατικό πταίσμα. Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 373/2008, ΑΠ 441/2004, ΑΠ 898/2000, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο έκδ. 2004 σελ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος έκδ. 1999 σελ. 599-600).

Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στο συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 Ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στη συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του. Συγκεκριμένα από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3, 4 του Ν. 2251/1994, κατά τις οποίες: «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής και της ζημίας. 4. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς, ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική ανεξαρτήτως προϋφιστάμενης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι ι) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, κ) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψής της, λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (βλ. ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 631/2015, ΑΠ 589/2001 ΕΕΝ 69,613, ΕφΠειρ 862/2005 ΔΕΕ 2005, 1996). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (βλ. ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη 2003.419, ΑΠ 274/1999 ΕλλΔνη 1999.1298). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης και αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 589/2001, ΕφΑΘ 2556/2010 ΕλλΔνη 2011, 251, ΕφΠειρ 826/2005 ό.π., ΕφΘεσ 147/2005 ΕπισκΕμπΔ 2005, 168, ΕφΑΘ 2214/2001 ΔΕΕ 2001, 620, ΕφΑΘ 5025/1990 ΕλλΔνη 1992, 193). Εξάλλου με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η Κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MIFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1738/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, ως τέτοια δε νοούμενης της παροχής προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του, είτε με πρωτοβουλία της ΑΕΠΕΥ σχετικά με μία ή με περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα (άρθρ. 4 παρ. 1 εδ. ε ν. 3600/2007) και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό, και να λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι πληροφορίες που παρέχουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημιστικών ανακοινώσεων πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Περαιτέρω, πρέπει να τους παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στοιχείων και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι' αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Ως εκ των ανωτέρω και σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως.

Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 631/2015, ΑΠ 1738/2013 ΝΟΜΟΣ ο.π). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης, που εξετάσθηκε, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μερικά των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται οιοδήποτε αυτών για την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ' αριθμ. 550/2014 και 551/2014 ένορκες βεβαιώσεις των ... ληφθείσες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λάρισας, επιμέλεια του ενάγοντος, έπειτα από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση των (αρχικώς) εναγομένων (βλ. τις με αριθμούς 582Δ/7.3.2014 και 581 Δ/7.3.2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ...), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα - εναγομένη, είναι ανώνυμη τραπεζική εταιρία με έδρα την Κύπρο, νόμιμα εγκαταστημένη στην Ελλάδα και κατά τον κατωτέρω αναφερόμενο κρίσιμο χρόνο, διατηρούσε ικανό αριθμό καταστημάτων στη χώρα μεταξύ των οποίων και υποκατάστημα στην πόλη της Λάρισας. Ο ενάγων, ιατρός, στο επάγγελμα, διατηρούσε τόσο αυτός όσο η, επίσης, ιατρός, σύζυγος του ..., γερμανικής υπηκοότητας, συνεργασία με την εναγομένη από το έτος 2005, διατηρώντας στο υποκατάστημα της στη Λάρισα καταθετικούς λογαριασμούς και προθεσμιακές καταθέσεις. Μοναδικός στόχος των ανωτέρω ήταν η εξασφάλιση των χρημάτων τους σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα και η λήψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου επιτοκίου μέσω προθεσμιακών καταθέσεων. Τον Ιούλιο του έτους 2008 ο ενάγων και η σύζυγος του μετέβησαν, στο υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης προκειμένου να συζητήσουν την δυνατότητα καλύτερης αξιοποίησης των καταθέσεων τους. Εκεί συναντήθηκαν με την υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης ..., με την οποία κυρίως συναλλασσόταν και η οποία τους ενημέρωσε για ένα νέο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης. Χωρίς αυτοί να λάβουν επαρκή ενημέρωση, αργότερα την ίδια ημέρα η υπάλληλος αυτή μετέβη αρχικώς στο ιατρείο της συζύγου του ενάγοντος, όπου παρουσία πελατών της, την ενημέρωσε για το καινούργιο επενδυτικό προϊόν, το οποίο ήταν απόλυτα ασφαλές, όπως της εξέθεσε και το οποίο προσομοίαζε με προθεσμιακή κατάθεση. Μάλιστα αφού ετοίμασε γρήγορα όλα τα αναγκαία έγγραφα την έπεισε να μεταβούν στο γραφείο του συζύγου της και ενάγοντος, όπου παρουσία και της μάρτυρος απόδειξής του, του μετέφερε ότι ήταν η τελευταία ημέρα κατά την οποία η εναγόμενη τράπεζα παρείχε το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν το οποίο απευθυνόταν μόνο σε πολύ καλούς και λίγους πελάτες (5-10 το πολύ) και το οποίο ήταν απολύτως ασφαλές και εγγυημένο όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε, το έτος 2008 η πρώτη εναγόμενη είχε εκδώσει το επενδυτικό προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/2018», τα οποία ήταν ομόλογα, με επιτόκιο 6,5 % για τις δύο πρώτες περιόδους τοκισμού και ακολούθως με κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor - 6 μηνών συν περιθώριο 1% και εν συνεχεία, κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor - 6 μηνών συν περιθώριο 2% και δη με αποδόσεις υψηλότερων των συνήθων προθεσμιακών καταθέσεων. Τα εταιρικά αυτά ομόλογα της Τράπεζας Κύπρου είχαν εκδότρια την εναγόμενη και επρόκειτο να διαπραγματευτούν στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και Κύπρου και ήταν αμιγώς ομολογιακά - χρηματιστηριακά προϊόντα (βλ. σελ. 24 των προτάσεων της εναγομένης) και έδιναν το δικαίωμα στον κάτοχο τους να τα πουλήσει στη δευτερογενή αγορά (δηλαδή στο χρηματιστήριο) οιαδήποτε στιγμή. Σε αυτό το προϊόν αναφερόταν τότε η υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης. Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι αυτή ενημέρωσε, ως όφειλε, τον ενάγοντα επαρκώς όταν του πρότεινε τη συμμετοχή του στο επενδυτικό αυτό προϊόν για το ότι επρόκειτο για ομόλογα και τι ακριβώς σήμαινε η τοποθέτηση χρημάτων σε ομόλογα, ούτε για το τι σήμαινε ο όρος Μετατρέψιμα Χρεόγραφα και σε τι αναφερόταν οι ημερομηνίες 2013 και 2018. Αντιθέτως τον διαβεβαίωσε ρητά ότι υπογράφοντας όλα τα σχετικά έγγραφα, θα συμμετείχε σε ένα είδος προθεσμιακής κατάθεσης με αρχική λήξη μετά από 5 έτη (δηλαδή τον Ιούνιο του 2013) και ότι στη λήξη αυτή θα λάμβανε σε κάθε περίπτωση όλο το κεφάλαιό του, το οποίο ήταν απόλυτα εξασφαλισμένο. Του προσκόμισε δε πλείστα έγγραφα, στα οποία ο ενάγων και η σύζυγός του παρουσία και της ως άνω μάρτυρα απόδειξής του, έθεσαν την υπογραφή τους, χωρίς καν να τα διαβάσουν, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στα λεγόμενά της. Σημειώνεται ότι η σύζυγος του ενάγοντος είναι γερμανικής καταγωγής και κατανοεί και διαβάζει ελάχιστα ελληνικά. Η ως άνω υπάλληλος τον διαβεβαίωσε επανειλημμένως ότι επρόκειτο για απολύτως ασφαλές προϊόν και ότι η ίδια θα φρόντιζε να λήξουν οι προθεσμιακές καταθέσεις που είχε μέχρι τότε ο ίδιος και η σύζυγός του στην Τράπεζα χωρίς καμία ποινή προεξόφλησης (πέναλτι) ώστε να μπορέσει να χρηματοδοτήσει το νέο αυτό προϊόν, αφού πραγματικά επρόκειτο για ευκαιρία. Πράγματι μετά την ημέρα υπογραφής των σχετικών εγγράφων, τα οποία έφεραν ημερομηνία 23.7.2008 και 24.7.2008 όπως θα αναλυθούν κατωτέρω, έληξαν πρόωρα α) η με αριθμό ... προθεσμιακή κατάθεση (η οποία είχε επιτόκιο 4,36% και έληγε στις 14.10.2008) και μεταφέρθηκε στο με αριθμό ... λογαριασμό του ενάγοντος και της συζύγου του το ποσό των 35.442,19 ευρώ, β) η με αριθμό ... προθεσμιακή κατάθεση (που είχε επιτόκιο 4,44% και έληγε στις 29.8.2008) και μεταφέρθηκε στο με αριθμό ... λογαριασμό του ενάγοντος και της συζύγου του μερικό σύνολο αυτής ποσού 139.042,05 ευρώ και γ) η με αριθμό ... προθεσμιακή κατάθεση (που είχε επιτόκιο 4,53% και έληγε στις 29.8.2008) και μερικό σύνολο αυτής ποσού 422.658,95 ευρώ μεταφέρθηκε στο με αριθμό ... λογαριασμό. Τα ποσά αυτά πλέον ποσού 23.752,95 ευρώ που μεταφέρθηκε στο με αριθμό ... λογαριασμό από το με αριθμό ... λογαριασμό του ενάγοντος και της συζύγου του, συνολικού ύψους 630.897 ευρώ, χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να αγοράσει ο ενάγων και η σύζυγος του στις 24.7.2008 Μετατρέψιμα Χρεόγραφα δηλαδή το ανωτέρω προϊόν, ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου και δη συνολικής αξίας 630.897 ευρώ. Το εν λόγω προϊόν, σύμφωνα με τους περιληπτικούς όρους έκδοσης του ως διαλαμβάνονται στο από 25.6.2008 περιληπτικό σημείωμα- Ενημερωτικό Δελτίο που εξέδωσε η εναγόμενη Τράπεζα Κύπρου, αφορούσε σε αξίες με ημερομηνία τελευταίας αποπληρωμής 30.6.2018. Τα μετατρέψιμα χρεόγραφα θα έφεραν σταθερό επιτόκιο 6,5% για τις δύο πρώτες περιόδους τόκου, δηλαδή μέχρι και τις 30.6.2009 και ακολούθως κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 1 %. Η πρώτη εναγόμενη θα είχε δικαίωμα να αγοράσει τα μετατρέψιμα χρεόγραφα κατά τις 30.6.2013 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου μετά από την ημερομηνία αυτή, ενώ θα είχε υποχρέωση να τα αποπληρώσει στο άρτιο δηλαδή στην αξία 1 ευρώ ανά αξία στις 30.6.2018. Επρόκειτο για άμεση, μη εξασφαλισμένη και κατατασσόμενη στις ελάσσονος προτεραιότητας υποχρεώσεις της Τράπεζας επένδυση, σε σχέση με τις αξιώσεις πιστωτών της τράπεζας μεταξύ των όποιων και των καταθετών και προτεραιότητας σε σχέσεις με τις αξιώσεις των κατόχων αξιόγραφων κεφαλαίου και μετόχων της Τράπεζας. Η επένδυση αυτή υπόκειτο σε μία σειρά παραγόντων κινδύνου και οι δυνητικοί επενδυτές έπρεπε να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους αυτούς πριν προχωρήσουν στην επένδυση αυτή των μετατρέψιμων χρεογράφων, τα οποία παρέχουν δικαίωμα μετατροπής τους σε μετοχές. Ρητά αναγράφεται στο σημείωμα αυτό ότι εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται κατωτέρω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική του θέση ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεασθούν δυσμενώς και ουσιωδώς και ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των Μετατρέψιμων Χρεογράφων και των μετοχών της εταιρίας οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιασδήποτε επένδυσης σε αυτές. Ως παράγοντες κινδύνου συνδεόμενοι με τα μετατρέψιμα χρεόγραφα αναφέρονται η μη επαρκής κάλυψη της παρούσας έκδοσης των Μετατρέψιμων Χρεογράφων, ο επιτοκιακός κίνδυνος, η εξαγορά και αγορά, η προτεραιότητα, οι περιορισμοί έκδοσης χρεογράφων, η επίδραση της έκδοσης των μετατρέψιμων χρεογράφων στην τιμή της μετοχής, η εμπορευσιμότητα των μετοχών και οι διακυμάνσεις των τιμών των μετατρέψιμων χρεογράφων. Επίσης περιγράφονται και σειρά παραγόντων κινδύνου που σχετίζονται με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της τράπεζας, όπως ο κίνδυνος το συγκρότημα στο οποίο ανήκε η εναγόμενη να μην επιτύχει τους στρατηγικούς στόχους του, με δυσμενείς επιπτώσεις στα αποτελέσματα και στη χρηματοοικονομική θέση του, ο κίνδυνος ρευστότητας, το ρυθμιστικό πλαίσιο του Κυπριακού τραπεζικού τομέα, το οποίο μεταβάλλεται, οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στον Κυπριακό, Ελληνικό και διεθνή χώρο, η ένταση του ανταγωνισμού, ο νομικός κίνδυνος και οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις.

Ακολούθως έπονται στο σημείωμα αυτό ιστορικό και ανάπτυξη εργασιών του εκδότη, προοπτικές και μακροχρόνιοι στόχοι και δίνονται ιδιαίτερα δυσνόητες στον απλό καταναλωτή χρηματοοικονομικές πληροφορίες σε διάφορους τομείς, τις οποίες οφείλει να γνωρίζει ο επενδυτής πριν αναλάβει το ρίσκο να συμμετάσχει στο προϊόν αυτό. Όπως σε όλα τα περιληπτικά σημειώματα - ενημερωτικά σημειώματα, που προσκομίσθηκαν από την εναγομένη και σε αυτό αναφέρεται ρητά ότι το έγγραφο αυτό εγκρίθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μόνον όσον αφορά την κάλυψη των αναγκών πληροφόρησης του επενδυτικού κοινού, όπως αυτές καθορίζονται στα περί δημόσιας προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας και ότι πριν τη λήψη της επενδυτικής απόφασης το επενδυτικό κοινό προτρέπεται να συμβουλεύεται το σύμβουλο επενδύσεών του, διότι η επένδυση συνεπάγεται κινδύνους που αναφέρονται με τίτλο παράγοντες κινδύνου. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις αναλυτικές πληροφορίες για τη φύση, του προϊόντος αυτού που προσκομίζονται από την εναγόμενη τα μετατρέψιμα ομόλογα 2013/2018 έδιναν το δικαίωμα στον κάτοχό τους να τα μετατρέψει σε συνήθεις μετοχές της Τράπεζας, σύμφωνα με τους εκεί αναφερόμενους όρους όποτε το επιθυμούσε αυτός. Ακολούθησε η έκδοση, πολλών συμπληρωματικών ενημερωτικών δελτίων με παρόμοιο περιεχόμενο. Ωστόσο κανένα από τα ειδικότερα στοιχεία αυτών δεν ήταν σε γνώση του ενάγοντος. Ως προς τη διάθεση του ανωτέρω προϊόντος, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη παρείχε ενημέρωση στα στελέχη της και διένειμε έγγραφα για τα επιχειρήματα πώλησης του, προκειμένου να ενημερώσουν με τη σειρά τους τους πελάτες, καθώς για την επιτυχία του προγράμματος έπρεπε η έκδοση να καλυφθεί στο μεγαλύτερο δυνατό μέρος από συμμετοχές πελατών της. Στο εσωτερικό απόρρητο έγγραφο της πρώτης εναγομένης με τίτλο «επιχειρήματα πώλησης» που προσκομίζει ο ενάγων αναφέρεται ότι το μετατρέψιμο ομόλογο δίνει την ευκαιρία στον κάτοχο του να έχει δύο επιλογές ταυτόχρονα υψηλή απόδοση στο κεφάλαιο σε σχέση με την προθεσμιακή κατάθεση και ταυτόχρονα δυνατότητα μετατροπής σε μετοχές όταν οι συνθήκες της αγοράς βελτιωθούν. ʼρα ο κάτοχος του ομολόγου, όπως αναφέρεται ρητά, απολαμβάνει την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης και ταυτόχρονα επωφελείται από μία πιθανή άνοδο της τιμής της μετοχής σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ρητά αναφέρεται επίσης ότι για την επιτυχή κάλυψη της έκδοσης είτε από τους υφιστάμενους μετόχους είτε από πελάτες της τράπεζας, απαιτείται η ενεργοποίηση του δικτύου των επενδυτικών συμβούλων και των χρηματιστηριακών κόμβων. Επίσης, όπως προκύπτει από το έγγραφο αυτό οι υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης κατά τις εντολές της, θα ενεργούσαν με σκοπό την ενημέρωση και τις απαντήσεις σε τυχόν απορίες των πελατών σχετικά με την έκδοση των χρεογράφων και την εξυπηρέτηση τους για τη συμμετοχή τους στις εγγραφές αυτές, αναφέροντας τα χαρακτηριστικά του εν λόγω προϊόντος και λύνοντας τις βασικές απορίες, ενώ για οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση οι επενδυτές θα απευθύνονταν σε επενδυτικούς συμβούλους. Στο έγγραφο αυτό, δίνεται το δικαίωμα στους πελάτες να σπάζουν υφιστάμενες καταθέσεις χωρίς κανένα penalty (ποσό πρόωρης εξόφλησης) και ενημερώνονται τα καταστήματα ότι θα τους αποσταλούν σχετικές λίστες πελατών για να επικοινωνήσουν μαζί τους και να φροντίσουν για τη συμμετοχή τους στο επενδυτικό προϊόν ώστε να καλυφθεί επιτυχώς η έκδοση του προϊόντος. Σε κάθε περίπτωση αναγράφεται ότι σε περίπτωση που ο πελάτης έχει εξειδικευμένες ερωτήσεις ή θέλει συμβουλές τότε το κατάστημα πρέπει να τον παραπέμπει να ενημερώνεται από το αρμόδιο τμήμα Επενδυτικών Υπηρεσιών τους επενδυτικούς συμβούλους δηλαδή, ενώ ρητώς επίσης αναγράφεται ότι σε καμία περίπτωση δεν συμβουλεύουν οι υπάλληλοι της τράπεζας τους πελάτες να αγοράσουν ή να μην αγοράσουν χρεόγραφα, απλά λένε τα χαρακτηριστικά των χρεογράφων και λύνουν βασικές απορίες. Στα πλαίσια των ως άνω οδηγιών της εναγομένης, η υπάλληλός της ..., χωρίς να έχει τις κατάλληλες γνώσεις, την εκπαίδευση και την άδεια να πληροφορεί το κοινό για το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν και με σκοπό να επιτύχει το στόχο της πρώτης εναγομένης για κάλυψη του επενδυτικού αυτού προϊόντος, το πρότεινε στον ενάγοντα και τη σύζυγο του τον Ιούλιο του 2008 και μάλιστα υπερέβη τις οδηγίες της πρώτης εναγομένης, αφού δεν αρκέσθηκε σε απλή ενημέρωσή του, αλλά προέβη σε παροχή επενδυτικής συμβουλής, δεδομένου ότι τον προέτρεψε να επενδύσει σε αυτό, ισχυριζόμενη ότι επρόκειτο για απόλυτα ασφαλή επένδυση και πραγματική ευκαιρία για τον ίδιο και τη σύζυγό του. Αφού τον διαβεβαίωσε ότι επρόκειτο για προϊόν που δίνεται κατά προτεραιότητα σε λίγους και καλούς πελάτες της τράπεζας, του παρέθεσε μόνο τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα τον οδηγούσαν στην επένδυση, εκθέτοντας του ότι διατίθετο κατά σειρά προτεραιότητας στους μετόχους της τράπεζας και τους ήδη κατόχους χρεογράφων, ως δηλαδή εκείνον, παραθέτοντας του ως προς τα εν γένει χαρακτηριστικά του επενδυτικού προϊόντος μόνο τα αναφερόμενα ως θετικά στο ως άνω έγγραφο και ενισχύοντας το ότι θα εξακολουθούσε να απολαμβάνει τα ωφελήματα της ασφάλειας της προθεσμιακής κατάθεσης. Για το γεγονός αυτό κατέθεσε με σαφήνεια η μάρτυρας απόδειξης του ενάγοντος στο ακροατήριο, η οποία στο σημείο αυτό δεν αντικρούσθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο. Η μάρτυρας αυτή κατέθεσε ρητά πως η υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης μπροστά της διαβεβαίωσε τον ενάγοντα πολλές φορές ότι επρόκειτο για πλήρως εξασφαλισμένο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης και ότι κατά την λήξη του θα λάμβανε πλήρως το κεφάλαια του, το οποίο ήταν εγγυημένο και ότι έπρεπε να βιαστούν διότι ήταν η τελευταία ημέρα κατά την οποία επιτρεπόταν η συμμετοχή στο προϊόν αυτό. Επίσης ότι, ο ενάγων της διευκρίνισε ότι δεν θέλει να έχει καμία σχέση με χρηματιστήριο και ότι αυτή του απάντησε να μην στενοχωριέται και ότι δεν έχει καμία σχέση με το χρηματιστήριο (βλ. σελ. 5 των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικών). Χαρακτηριστικό είναι ότι η εναγομένη αρνείται το γεγονός αυτό, χωρίς ωστόσο να εκθέτει ποια ή ποιος υπάλληλος, ειδικώς ενημερωμένος, απευθύνθηκε στον ενάγοντα και τον συμβούλευσε να προβεί στην επένδυση αυτή, ισχυριζόμενη μεταξύ άλλων ότι κανένας υπάλληλος της δεν τον συμβούλεψε σχετικά και ότι μπορεί ο ενάγων να πληροφορήθηκε την ύπαρξη του ομολόγου από αλλού και να προσήλθε ο ίδιος στην Τράπεζα, ισχυρισμός ο οποίος εκτός του ότι ελέγχεται ως αναληθής, μη αποδεικνυόμενος από οιοδήποτε μέσο, δεν δύναται να αναιρέσει την υποχρέωση της για πλήρη ενημέρωση του ενάγοντος για τους κινδύνους του προϊόντος που του παρείχε, ενημέρωση την οποία παρέλειψε τεχνηέντως να κάνει μέσω των υπαλλήλων της. Σημειώνεται ότι η πρώτη εναγομένη δεν αρνείται ότι εργαζόταν στο υποκατάστημα της υπάλληλος με το όνομα ..., αλλά αντιθέτως συνομολογεί με την προσθήκη της (σελίδα 5 αυτής) την ύπαρξη της υπαλλήλου αυτής, εκθέτοντας ότι αυτή απλά ετοίμασε τα έγγραφα και διεκπεραίωσε τη διαδικασία υπογραφής τους, χωρίς να έχει, ενημερώσει αυτή τον ενάγοντα. Ο εν λόγω τρόπος προσέγγισης του ενάγοντος από την υπάλληλο αυτή - προστηθείσα της εναγομένης - που συνάδει και με την επιλεγείσα διαδικασία προώθησης του προϊόντος εκ μέρους της εναγόμενης, όπως αυτή περιγράφεται στο προαναφερθέν εμπιστευτικό έγγραφο, αναμφίβολα συνιστά παροχή επενδυτικής υπηρεσίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. ε' του ν. 3606/2007, δεδομένου ότι πρόκειται για σύσταση δοθείσα σε συγκεκριμένο και δη, ήδη υφιστάμενο πελάτη - επενδυτή, ο οποίος - ως άλλωστε γνωστοποιήθηκε και στον ίδιο - είχε ειδικώς επιλεγεί για το συγκεκριμένο προϊόν, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του και δη ήταν μεγαλοκαταθέτης, ως προς τον οποίο μάλιστα προβλεπόταν και ειδικότερος τρόπος για τη διευκόλυνση της κτήσης του νέου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι το άμεσο άνοιγμα χωρίς κυρώσεις των προθεσμιακών του καταθέσεων, και τούτο με σκοπό την αγορά του νέου επενδυτικού προϊόντος. Παράλληλα, δε, η ανωτέρω σύσταση έδιδε έμφαση, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, μόνο στα οφέλη της συγκεκριμένης επένδυσης αυτοτελώς αλλά και σε σχέση με το προϊόν που ήδη κατείχε ο ενάγων, χωρίς οιαδήποτε αναφορά στους κινδύνους που επαγόταν, στοιχεία που επηρέασαν την απόφαση του να προβεί στην αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος και τον κατεύθυναν ανάλογα και συγκεκριμένα να προβεί σε καταγγελία των προθεσμιακών καταθέσεων του και να τοποθετήσει το μεγαλύτερο μέρος αυτών στο φερόμενο συγκριτικά επωφελέστερο για αυτόν προϊόν, το οποίο ήταν ίσης εξασφάλισης κατά τα λεγόμενα της υπαλλήλου της εναγομένης με τις προθεσμιακές καταθέσεις, αλλά παρείχε πολύ μεγάλο επιτόκιο. Περί του ότι το συγκεκριμένο προϊόν προτάθηκε ως πλήρως ασφαλές και ως επωφελέστερο των προθεσμιακών μέσων αποδεικνύεται από την κατάθεση της μάρτυρα που εξετάσθηκε από το δικαστήριο, η οποία αναφέρθηκε ρητά σε ασφαλές προϊόν με ωφέλεια και μεγαλύτερη δυνατή τοκοφορία, κατάθεση η οποία επιβεβαιώνεται τόσο από το περιεχόμενο του εγγράφου εσωτερικών οδηγιών της τράπεζας στο οποίο ως προς τα χαρακτηριστικά του προϊόντος αναφέρονται το υψηλό επιτόκιο, η συγκριτικά υπέρτερη θέση του σε σχέση με την προθεσμιακή κατάθεση και περαιτέρω ότι η μετατροπή του σε μετοχές δεν ήταν υποχρεωτική, υπό την έννοια ότι εναπόκειτο στη βούληση κάθε επενδυτή, όσο και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, καθώς δεν δικαιολογείται η καθ' οιονδήποτε τρόπο προτροπή, έστω ενημέρωση του ενάγοντος για το νέο προϊόν που θα αποκτούσε δια μετατροπής εκείνου που ήδη κατείχε, εάν δεν τοποθετείτο ως συγκριτικά επωφελέστερο για εκείνον και τούτο διότι σε διαφορετική περίπτωση δεν θα υπήρχε ανάγκη επικοινωνίας της υπαλλήλου του υποκαταστήματος της εναγόμενης μαζί του και προώθησης του συγκεκριμένου προϊόντος. Περαιτέρω, κατά την επαφή της με τον ενάγοντα η ως άνω υπάλληλος της εναγομένης κατά παράβαση των υποχρεώσεων της για ακριβή και πλήρη ενημέρωση του με βάση την οδηγία Ml FID, αλλά και την ήδη υφιστάμενη μεταξύ τους σχέση εμπιστοσύνης λόγω της από το έτος 2005 και εντεύθεν συνεργασίας τους, που ενέτεινε την υποχρέωση διαφώτισης και προάσπισης των συμφερόντων του, εν γνώσει της, παρέστησε αναληθώς ότι το προϊόν αυτό είχε εξασφαλισμένη απόδοση και ασφάλεια κεφαλαίου και παρέλειψε να του εκθέσει τους κινδύνους του και ειδικότερα ότι επρόκειτο για πολύπλοκο χρηματοοικονομικό μέσο, λόγω των χαρακτηριστικών της μακράς διάρκειας του (1 θετούς όπως αποδείχθηκε και όχι πενταετούς όπως εκτέθηκε στον ίδιο) και της έκθεσης σε πλείστους κινδύνους, τους οποίους κανένας δεν ανέλυσε στον ενάγοντα, αφού δεν αποδείχθηκε καν ότι του παραδόθηκε το ενημερωτικό δελτίο και τα σχετικά σημειώματα εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, όπως αναληθώς εκθέτει η ίδια. Μάλιστα η ως άνω υπάλληλος παρέλειψε να του αναφέρει ότι οι προθεσμιακές καταθέσεις είναι εγγυημένες ως ένα ποσό από το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ) σε αντίθεση με το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν που δεν καλυπτόταν από το παραπάνω εγγυητικό σχήμα (βλ. προς τούτο σελ. 6 της από 25.2.2013 σύστασης του συνηγόρου του πολίτη προς την πρώτη εναγομένη, η οποία ναι μεν αφορά άλλο προϊόν, ωστόσο κάνει αναφορά και στο επίμαχο προϊόν και σύγκριση μεταξύ αυτού και της προθεσμιακής κατάθεσης). Η πρώτη εναγόμενη είχε μέσω των υπαλλήλων της την υποχρέωση να παρουσιάσει στον ενάγοντα αναλυτικά τους κινδύνους που είχε η επένδυση στο εν λόγω επενδυτικό προϊόν στο οποίο του πρότεινε να προβεί και κατά παράβαση της υποχρέωσης αυτής, ουδέποτε τον ενημέρωσε για οιονδήποτε από αυτούς και ουδεμία ειδική πληροφόρηση του παρέσχε προκειμένου να αντιληφθεί τους πραγματικούς κινδύνους πού ενείχε η επένδυση αυτή, ουδεμία περιγραφή έκανε ως προς τούς παράγοντες που προσδιόριζαν την απόδοση του και ουδέν παράδειγμα χρησιμοποίησε για να τον διευκολύνει στην κατανόηση της φύσης του προϊόντος και των κινδύνων που ενείχε η επένδυση σ' αυτό, αντιθέτως του απέκρυψε το γεγονός της ανυπαρξίας εγγύησης για το κεφάλαιο του και όλα αυτά ενώ γνώριζε, ότι το ποσό που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει αποτελούσε τις επί σειρά ετών αποταμιεύσεις του ενάγοντος, τις οποίες προόριζε για την παροχή οικονομικής στήριξης κατά την έναρξη της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας των τέκνων του και ότι πάντοτε ο ενάγων πραγματοποιούσε επενδύσεις χαμηλού κινδύνου με στόχο τη διασφάλιση του κεφαλαίου του. Δηλαδή η προαναφερόμενη υπάλληλος της εναγομένης Τράπεζας Κύπρου, με βάση και τις οδηγίες αυτής, έπεισε τον ενάγοντα να επενδύσει στο εν λόγω ομόλογο, το οποίο ενόψει της οικονομικής, προσωπικής καταστάσεως του και των σκοπών για το οποίο το προόριζε, τα οποία είχε καταστήσει γνωστά σʼ αυτήν λόγω της στενής συνεργασίας τους, συνιστούσε προδήλως ακατάλληλη και ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη γι' αυτόν επένδυση. Επί πλέον όχι απλά δεν του επισημάνθηκε οποιαδήποτε διαφορά, ανάμεσα στο επενδυτικό αυτό προϊόν και τα προηγούμενα στα οποία είχε επενδύσει, ήτοι τις προθεσμιακές καταθέσεις, αντιθέτως η υπάλληλος της εναγόμενης τον είχε διαβεβαιώσει ότι αποτελούσε ασφαλή τοποθέτηση, απολύτως όμοια με αυτή της προθεσμιακής κατάθεσης χωρίς απώλειες κεφαλαίου, παραβιάζοντας έτσι τις νόμιμες υποχρεώσεις της, για προστασία των συμφερόντων του πελάτη της. Ενόψει των ανωτέρω, η εναγόμενη τράπεζα δια της προστηθείσας υπαλλήλου της κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, εν γνώσει της παρέστησε ψευδή γεγονότα ως αληθή και παρέλειψε να ενημερώσει τον ενάγοντα για τους κινδύνους του επενδυτικού αυτού προϊόντος, μολονότι είχε ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση πηγάζουσα εκ των ανωτέρω διατάξεων που προβλέπουν ότι η ενημέρωση του υποψήφιου επενδυτή πρέπει να είναι σαφής και λεπτομερής, ιδίως ως προς τους αναλαμβανόμενους κινδύνους και υποχρεώσεις, ενεργώντας προκειμένου να εξασφαλίσει τη διάθεση του συγκεκριμένου προϊόντος και να επιτύχει τους στόχους της πρώτης εναγομένης με αποτέλεσμα ο ενάγων παραπεισθείς ως προς τις ιδιότητες των MX 2013/18 να υπογράψει τα σχετικά έγγραφα, ήτοι να υπογράψει: α) το με ημερομηνία 23.7.2008 έγγραφο με θέμα παράρτημα Β με το οποίο ενημερώνει μεταξύ άλλων ότι έχει διαβάσει και αντιληφθεί τους όρους του από 29.10.2007 ενημερωτικού πακέτου τους οποίους αποδέχεται και ότι συναινεί η πρώτη εναγομένη, β) το με ημερομηνία 24.7.2008 έγγραφο με τίτλο έκδοση και εισαγωγή στο ΧΑΚ/ΧΑ μετατρέψιμων χρεογράφων 2013/2018 - αίτηση εγγραφής αδιαθέτων μετατρέψιμων χρεογράφων, με το οποίο αιτήθηκε την αγορά τους για ποσό 630.897, όπου ρητά αυτός υπέγραψε ότι έχει τη γνώση και τις ικανότητες να προβεί στην αξιολόγηση της επένδυσης του και ότι αποδέχεται τους όρους έκδοσης τους όπως περιέχονται στο ενημερωτικό δελτίο με ημερομηνία 25.6.2008 και ότι δεν του έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την πρώτη εναγομένη ή από οποιονδήποτε υπάλληλο της για τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα της έκδοσης αυτής, γεγονότα τα οποία δεν είναι αληθή με βάση όσα προαναφέρθηκαν. Στο έγγραφο αυτό αναφέρονται και οι λογαριασμοί από τους οποίους θα περιέλθουν τα επιμέρους ποσά ώστε να γίνει η κάλυψη για το συνολικό ποσό. Επίσης ρητά σε αυτό αναφέρεται ότι ο ενάγων ήταν μη μέτοχος της πρώτης εναγόμενης, γ) την από 24.7.2008 εξουσιοδότηση χρήσης όπου αναφέρονται ρητά τα στοιχεία επενδυτή και ο κωδικός χειριστή στο ΣΑΤ, η μερίδα του και ο αριθμός μητρώου του, δ) την από 24.7.2008 αίτηση για δημιουργία κοινής επενδυτικής μερίδας στο ΣΑΤ με τη σύζυγό του, όπου αναφέρονται ότι (οι αναφορές) για την πορεία του προϊόντος θα αποστέλλονται στη σύζυγο του, η οποία δεν γνωρίζει καλά την Ελληνική Γλώσσα όπως προαναφέρθηκε. Έγγραφα με όμοιο περιεχόμενο υπέγραψε και η σύζυγός του. Η προχειρότητα με την οποία συντάχθηκαν τα έγγραφα αυτά προκύπτει από το γεγονός ότι, η σύζυγος του ενάγοντος εμφανίζεται ως Ελληνίδα υπήκοος ενώ είναι Γερμανίδα υπήκοος και από το ότι στο ερωτηματολόγιο Επενδυτικού προφίλ, αναφέρεται ο ενάγων ως ασχολούμενος με το Ελληνικό χρηματιστήριο άνω των 5 ετών, γεγονός το οποίο δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο και από το ότι αυτός αναφέρεται ως έχων ικανοποιητικές γνώσεις στο επίπεδο των χρηματιστηριακών γνώσεων. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το ερωτηματολόγιο αυτό, τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγος του δήλωσαν ρητά ότι ο επενδυτικός κίνδυνος που είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν είναι σχετικά μικρός και συνεπώς αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δήλωσε εκ των προτέρων ότι δεν προτίθεται να αναλάβει όμοια επένδυση με αυτή που ανέλαβε, η οποία ήταν υψηλού κινδύνου σε σχέση με τις απλές καταθέσεις και τις προθεσμιακές καταθέσεις που μέχρι την ημερομηνία εκείνη κατείχε. Μετά την υπογραφή των συμβάσεων αυτών και αφού ολοκληρώθηκε και η διαδικασία καταγγελίας των προθεσμιακών καταθέσεων και μεταφοράς των χρημάτων εκδόθηκε και το από 25.7.2008 αποδεικτικό συμμετοχής στην έκδοση των μετατρέψιμων χρεογράφων 2013/2018 στο όνομα τόσο του ενάγοντος όσο και της συζύγου του. Όπως άλλωστε προέκυψε η υπάλληλος της εναγομένης τράπεζας Κύπρου …, δεν κατείχε τα απαραίτητα πιστοποιητικά παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δεν ήταν σε θέση να διασφαλίσει την παροχή αντικειμενικής και ορθής πληροφόρησης ούτε σε θέση να επεξηγήσει ορθά και ολοκληρωμένα τα χαρακτηριστικά και τους όρους έκδοσης των MX δεδομένου ότι τόσο η ίδια όσο άλλωστε και η εναγόμενη τράπεζα μέσω των στελεχών της υποβάθμιζαν τους κινδύνους που απέρρεαν από το προϊόν, ως διαφαίνεται από το έγγραφο που είχε σταλεί εσωτερικά στην τράπεζα για ενημέρωση από τους υπαλλήλους προς τους πελάτες και παρείχε πληροφόρηση, κατά την οποία τόνιζε τα πλεονεκτήματα ενός προϊόντος, ήτοι σε μεροληπτική και ετεροβαρή βάση, έτσι ώστε να επηρεάσει την απόφαση του παραλήπτη. Υπό τις περιστάσεις αυτές η εν λόγω πληροφόρηση, όπως προαναφέρθηκε θεωρείται ως σύσταση. Εξάλλου ο ενάγων, ιατρός στο επάγγελμα για τον οποίο η μόνη πρωθύστερη συνεργασία του με την εναγομένη ήταν η επένδυση σε προθεσμιακές καταθέσεις δεν είχε τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις και δεν διέθετε οποιοσδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή εμπειρία που θα του επέτρεπε να επιλέγει ο ίδιος τις μορφές τοποθετήσεως του κεφαλαίου του, οι οποίες κάλυπταν τις ανάγκες του. Ο ίδιος βρισκόταν εκτός του κύκλου όσων προσώπων θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν και κατά μείζονα λόγο να συνδυάσουν και να αξιολογήσουν ένα εκτεταμένο σύνολο παρεχομένων εγγράφως ή προφορικώς ειδικών πληροφοριών που αφορούν στη μορφή, το περιεχόμενο και κυρίως τις διακρίσεις με γνώμονα τους κινδύνους των διαφόρων προτεινομένων επενδυτικών επιλογών. Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η μεταξύ των διαδίκων υφιστάμενη συναλλακτική σχέση δεν είχε τη μορφή της εκτελέσεως εκ μέρους της εναγομένης των επενδυτικών επιλογών του ενάγοντος, στις οποίες είχε καταλήξει ο ίδιος, αφού απλώς είχε ενημερωθεί σχετικά από την ως άνω αντισυμβαλλομένη του, αλλά μέσω της υπαλλήλου της εναγομένης διαμόρφωσε την επιλογή του αυτή χωρίς να του παρέχει αυτή κατά τρόπο κατανοητό για τον ίδιο ή τη σύζυγό του, όσες πληροφορίες του ήταν απαραίτητες, ώστε να αποφασίσει εάν θα αποδεχθεί ή θα απορρίψει την προτεινόμενη σε αυτόν επένδυση κεφαλαίου. Επισημαίνεται ακόμη, ότι πράγματι κατά τις βάσιμες αιτιάσεις των εναγομένων η διάθεση των MX από την Τράπεζα μέσω των καταστημάτων της είναι μία πρωτογενής και όχι δευτερογενής διάθεση, που κατʼ αρχήν δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της οδηγίας MIFID, αφού τα ομόλογα θα εκδοθούν και διατεθούν στους εγγραφέντες μετόχους ή και επενδυτές, ωστόσο, κατά τα ήδη εκτιθέμενα ανωτέρω η προπεριγραφείσα συμπεριφορά που εν τέλει επέδειξε η υπάλληλος της πρώτης εναγομένης κατά την προσέγγιση του ενάγοντος, συνιστούσε παροχή επενδυτικής υπηρεσίας προς αυτόν, υπό την μορφή της επενδυτικής συμβουλής, στην οποία οι οικείες διατάξεις βρίσκουν άμεση εφαρμογή ανεξαρτήτως του προϊόντος το οποίο αφορούν. Περαιτέρω, πράγματι όπως προαναφέρθηκε στην αίτηση που υπέβαλε ο ενάγων κατά την αγορά των MX αναφερόταν ότι ο υπογράφων αιτείτο την αγορά των αξιόγραφων σύμφωνα με τους όρους έκδοσης που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5.6.2008 τους οποίους δήλωνε ότι αποδεχόταν. Το εν λόγω έγγραφο, στο οποίο αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, όλοι οι κίνδυνοι του προϊόντος, ουδέποτε δόθηκε στον ενάγοντα και εκτός αυτού πρόκειται για εκτεταμένο, όπως ήδη αναφέρθηκε, δυσνόητο πυκνό έντυπο κείμενο, η ύπαρξη του οποίου δεν αναιρεί την υποχρέωση της τράπεζας να του γνωστοποιήσει δια των αρμοδίων υπαλλήλων της τους κινδύνους αγοράς του συγκεκριμένου προϊόντος, κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, δεδομένου ότι και η χρησιμοποιούμενη στο έντυπο ορολογία δεν διασφαλίζει την κατανόηση τους από τον τελευταίο. Εν προκειμένω, η ανωτέρω υποχρέωση γίνεται ακόμη πιο επιτακτική για την εναγομένη δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος πελάτης της και ενάγων δεν κατείχε στο παρελθόν κανένα όμοιο επενδυτικό προϊόν αλλά θα ήταν η πρώτη φορά που θα συμμετείχε σε τέτοια επένδυση. Αντιθέτως η υπάλληλος της πρώτης εναγομένης ακολουθώντας πιστά οδηγίες αυτής εκμεταλλεύτηκε την υφιστάμενη σχέση συνεργασίας και εμπιστοσύνης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ αυτής και του ενάγοντος και κατάφερε να αποσπάσει τις υπογραφές του στα προαναφερθέντα έγγραφα, εν αγνοία του για τις εντεύθεν συνέπειες, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα επιζήμιες για τον ίδιο. Ωστόσο το έτος 2012 η έκθεση της εναγομένης σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία είχε αγοράσει το έτος 2009 και 2010 για υποστήριξη τότε της Ελλάδος επέφερε οικονομικό πλήγμα στην εναγομένη. Το τελικό πλήγμα επήλθε αργότερα και με την έκθεση της Λαϊκής Τράπεζας σε ελληνικά ομόλογα, γεγονότα τα οποία οδήγησαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην έκδοση οδηγίας για την εξυγίανση τόσο αυτής όσο και της εναγομένης. Στα πλαίσια αυτών ψηφίσθηκε ο περί Εξυγίανσης Τραπεζικών Ιδρυμάτων και άλλων Ιδρυμάτων Νόμος 17/2013 και η έκδοση συνακόλουθων διαταγμάτων για κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων σε ποσοστό 47,5% για ποσά άνω των 100.000 ευρώ, ενώ ήδη τα ομόλογα των τραπεζών είχαν ήδη μηδενική αξία. Όλα τα ομόλογα μετατράπηκαν σε μετοχές Δ τάξης, με τιμή μετατροπής 1 ευρώ στην ονομαστική τους αξία και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής στο 1 ευρώ για κάθε ένα ευρώ των ως άνω χρεών της Τράπεζας. Ακολούθως επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών Δ τάξης από 1 σε 0,01 ευρώ εκάστη για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της Τράπεζας και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα του ενάγοντος να μετατραπούν με βάση τις πρόνοιες του περί Διάσωσης με ίδια μέσα της πρώτης εναγόμενης διατάγματος του 2013 που εκδόθηκε από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου υπό την ιδιότητα της ως Αρχής Εξυγίανσης στις 29.3.2013 και του τροποποιητικού αυτού διατάγματος της 30.7.2013 σε 6.308 συνήθεις μετοχές ονομαστικής αξίας 1 ευρώ η καθεμία με ισχύ την 30.7.2013. Από κανένα αποδεικτικό μέσο, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ενημερώθηκε προσυμβατικό με πλήρη ανάλυση των όρων και των χαρακτηριστικών των συγκεκριμένων ομολόγων, καθώς και των τυχόν επενδυτικών κινδύνων από αυτά, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη τράπεζα, αλλά αντίθετα αποδείχθηκε ότι δημιουργήθηκε σε αυτόν εντελώς εσφαλμένη εικόνα για το τι ακριβώς αγόρασε. Κατέστη φανερό ότι η ως άνω υπάλληλος, προστηθείσα από την εναγομένη τράπεζα, δεν παρείχε ορθές και πλήρεις συμβουλές στον ενάγοντα, αλλά ούτε και επαρκείς πληροφορίες για το επενδυτικό προϊόν, το οποίο αγόρασε. Όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων ουδέποτε αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που είχε αποδεχθεί συμμετέχοντας στο ως άνω προϊόν, κίνδυνο, τον οποίο δεν είχε αντιληφθεί όπως συνομολογεί και με τις πρωτόδικες προτάσεις της, ούτε η ίδια η εναγομένη τράπεζα και ότι πραγματικά ανέμενε ότι τον Ιούνιο του 2013 θα έληγε το προϊόν αυτό και θα λάμβανε εκτός των τόκων που ήδη είχε λάβει όλο το κεφάλαια του, όπως άλλωστε ρητώς τον είχε διαβεβαιώσει και η υπάλληλος της εναγομένης. Από τα προαναφερόμενα σαφώς προκύπτει ότι ο ενάγων παρασύρθηκε στη σύναψη της κρινομένης συμβάσεως και όλων των επιμέρους συμβάσεων, λόγω της έναντι αυτού αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της υπαλλήλου της εναγόμενης τράπεζας, συνισταμένης στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αποσιώπηση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού, που υπείχε έναντι αυτού, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα. Αν του είχαν γνωστοποιηθεί οι επιμέρους όροι της συμβάσεως, δεν θα είχε επιχειρήσει την προτεινόμενη σε αυτόν τοποθέτηση του κεφαλαίου του, διότι θα αντιλαμβανόταν ότι, δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσει, να σταθμίσει τον κίνδυνο και να ελέγξει την μορφή και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης πολύπλοκης συναλλακτικής σχέσεως. Εξάλλου, η συμπεριφορά αυτή της εναγομένης τράπεζας, η οποία εκδηλώθηκε έναντι του ενάγοντος, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των προαναφερόμενων διατάξεων κρίνεται ως παράνομη και επιπλέον, διότι η επισφαλής επένδυση επιχειρήθηκε, χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς τον προαναφερόμενο διάδικο, της ενημερώσεως που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσει τη μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσει ο ίδιος, εάν θα επιλέξει την προτεινόμενη προς αυτόν τοποθέτηση του κεφαλαίου του, αναλαμβάνοντας μέσω της επιλογής του, όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία. Συνεπώς, η ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας και ανεξάρτητης προμηθεύτριας επενδυτικών υπηρεσιών εις βάρος του ενάγοντος αντισυμβαλλόμενου πελάτη αυτής και καταναλωτή της παρασχεθείσας από την εναγομένη επενδυτικής υπηρεσίας της χορηγήσεως σ' αυτόν επενδυτικής συμβουλής και συστάσεως για την αγορά των 630.897 Μ.Χ. αντί του τιμήματος των 630.897 ευρώ, συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα κατά την παροχή της προειρημένης επενδυτικής υπηρεσίας προμνημονευθείσας περιουσιακής ζημίας του ενάγοντος ύψους 030.897 ευρώ. Αυτή δεν ανάγεται στον εγγενή στη λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς κίνδυνο ή σε γεγονός ανωτέρας βίας και δη στον προαναφερόμενο νόμο (17/2013) περί εξυγίανσης τραπεζικών ιδρυμάτων και άλλων ιδρυμάτων και των συνακόλουθων διαταγμάτων για το κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων σε ποσοστό 47,5% για ποσά άνω των 100.000 ευρώ, όπως αυτή αβασίμως ισχυρίζεται, αφού η προεκτεθείσα συμπεριφορά της εναγομένης ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, να προξενήσει και πράγματι προκάλεσε την προαναφερθείσα ζημία του ενάγοντος υπό την έννοια της υπάρξεως ανάμεσα τους, σύμφωνα με αντικειμενική εκ των υστέρων πρόγνωση, πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας (causaadaequata), δίχως να υφίσταται υπέρβαση της τελευταίας από την έκδοση και εφαρμογή του προαναφερόμενου νόμου, ο οποίος δε συνιστά, παρά τμήμα της περί ης ο λόγος αιτιώδους διαδρομής, έστω κι αν η μετατροπή των Μ.Χ. σε μετοχές της εναγομένης ήταν μέτρο εξυγιάνσεως της και όχι ιδιωτικής βουλήσεως, δηλαδή δεν έγινε κατ' ενάσκηση δικαιώματος της εναγομένης ή παράβαση εκ μέρους αυτής όρου εκδόσεως των Μ.Χ. Η εναγομένη δεν κατόρθωσε συνεπώς να ανατρέψει το εισαγόμενο, μέσω της ρυθμίσεως του άρθρου 8 § 4 Ν. 2251/1994, μαχητό τεκμήριο της συνδρομής εν προκειμένω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της, αιτιωδώς συνδεόμενης προς την προμνημονευθείσα περιουσιακή ζημία του ενάγοντος, απορριπτόμενης ως εκ τούτου κατ' ουσίαν της ενστάσεως της εναγομένης περί ελλείψεως ως προς αυτήν παρανομίας, υπαιτιότητας και αιτιώδους συνάφειας αναφορικά με την ως άνω ζημία του ενάγοντος. Ενόψει των προεκτεθέντων, ο ενάγων δικαιούται, αφού παρασύρθηκε δολίως από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία σε δήλωση βουλήσεως σχετικά με την κατάρτιση της συμβάσεως πωλήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητας από την εναγομένη στον ενάγοντα 630.897 Μ.Χ. έναντι του τιμήματος των 630.897 ευρώ, να ζητήσει σωρευτικώς την ακύρωση της προδιαληφθείσας συμβάσεως μεταξύ των διαδίκων, εξαιτίας της προαναφερθείσας απάτης της εναγομένης εις βάρος του και την αποκατάσταση της εγκείμενης στο ποσό των 630.897 ευρώ προμνημονευθείσας περιουσιακής του ζημίας. Συνεπεία της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, ο ενάγων υπέστη επιπροσθέτως ηθική βλάβη ένεκα της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που δοκίμασε εξαιτίας της προειρημένης εξανεμίσεως του ως άνω κεφαλαίου του, με αποτέλεσμα να έχει το δικαίωμα να αξιώσει από την εναγομένη χρηματική ικανοποίηση, η οποία καθορίζεται στο εύλογο ποσό των 10.000 ευρώ, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη ιδίως: 1) τις προμνημονευθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η ένδικη αδικοπραξία της εναγομένης, 2) το είδος και την έκταση της εντεύθεν ζημίας του ενάγοντος, 3) την αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγομένης αναφορικά με την περί ης ο λόγος αδικοπραξία της εις βάρος του ενάγοντος και το βαθμό του πταίσματος της, 4) το βαθμό της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που αυτός δοκίμασε εντεύθεν και 5) την κοινωνική και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, όπως συνάγονται εκ των προαναφερθέντων. Αρα, ο ενάγων δικαιούται για τις προδιαληφθείσες περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη αυτού, ένεκα της προπεριγραφείσας αδικοπραξίας της εναγομένης εναντίον του, να αξιώσει απ' αυτήν το συνολικό ποσό των 640.897 (630.897€ + 10.000€) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση προγενέστερης αγωγής που άσκησε εναντίον της και η οποία συνιστά όχληση, ήτοι από την επομένης της 22ας Ιουλίου 2013, που της επιδόθηκε η πρώτη αγωγή. Εφόσον τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα αντίθετα παράπονα της εκκαλούσας που προβάλλονται με το δεύτερο (εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 147, 149 ΑΚ, 8 ν. 2251/1994 και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων), τρίτο (εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή οδηγίας MIFID και ειδικής νομοθεσίας - οδηγιών και Κανονισμών), τέταρτο (έλλειψη αιτιώδους συνάφειας ως στοιχείο του παρανόμου, επειδή η ανωτέρω ζημία του ενάγοντος οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας και δη στον προαναφερόμενο νόμο 17/2013 περί εξυγίανσης τραπεζικών ιδρυμάτων και άλλων ιδρυμάτων και των συνακόλουθων διαταγμάτων για το κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων, που επιβλήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία) και έβδομο λόγο (εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης) της εφέσεως της, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα.

5.-Κατά το άρθρο 300 παρ.1 εδ. α Α.Κ. αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρεώσεως προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκταση της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του (Α.Π.1673/2013, ΑΠ 1812/2012). Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι νομική και γι' αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος για την επέλευση της ζημίας του ή την έκταση της, δηλαδή ως προς το αν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 188/2015, Α.Π. 1673/2013). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η εναγομένη, με τον πέμπτο λόγο της εφέσεως της, επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβαλλόμενο (επικουρικά) ισχυρισμό της, περί συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος τόσο στον επέλευση όσο και στην έκταση της ζημίας του, εκθέτοντας ότι σε χρόνο μεταγενέστερο της σύναψης της κρίσιμης επένδυσης, ήτοι ήδη από τις 31.12.2008 ο ενάγων ενημερώθηκε εκ νέου ότι είχε επενδύσει σε ομόλογο και δια των statements που παραλάμβανε αυτός αλλά και η σύζυγός του, θα μπορούσαν να αντιληφθούν όσα ήταν αναγκαία για την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους και ότι δεν επρόκειτο για τόκους προθεσμιακής κατάθεσης και ότι συνειδητά επέλεξαν να μην πουλήσουν το προϊόν στο οποίο επένδυσαν και να περιορίσουν τη ζημία τους στο ποσό των 69.990,13 ευρώ αφού σύμφωνα με το έντυπο αυτό κατά την αποτίμηση της 31.12.2008 ήδη υπήρχε διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αγοραίας αξίας των MX 2013/18 που ήταν 630.897 και της τιμής πώλησης των MX που ισούται με τη χρηματιστηριακή αξία - αποτίμηση κατά την ημερομηνία αυτή ήτοι 542.571,42 ευρώ και με το συνυπολογισμό τόκων που ήδη είχαν λάβει ύψους 18.335,13 ευρώ. Δηλαδή ότι ήδη ο ενάγων είχε ενημερωθεί πολλαπλώς για τη μείωση της αξίας του κεφαλαίου του και δη για την οικονομική ζημία της επένδυσης του και ουδέν έπραξε προκειμένου να περιορίσει αυτήν και δη δεν προέβη στην πώληση των χρεογράφων αυτών και ως εκ τούτου πρέπει να αναγνωριστεί ποσοστό συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην έκταση της ζημίας του, τουλάχιστον κατά το ως άνω ποσό των 542.571,42 ευρώ και να περιοριστεί η υποχρέωση αυτής (εναγομένης) στην καταβολή μόνο του ποσού των 69.990,13 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός, αν και νομικά βάσιμος (άρθρο 300 ΑΚ), ήταν απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού σύμφωνα με όσα εκτίθενται ήδη ανωτέρω ο ενάγων δεν ήταν συμβατός για τη διενέργεια συναλλαγών στις εν λόγω αγορές, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε ειδική ενημέρωση του εκ μέρους της εναγόμενης τράπεζας, τόσο για το αρχικό προϊόν, όσο και για τις δυνατότητες πώλησης του, πολύ δε περισσότερο, για το εάν η δυνατότητα αυτή ήταν προτιμητέα για τον ίδιο ή όχι. Ομοίως, έπρεπε να απορριφθούν οι ισχυρισμοί της εναγομένης τράπεζας, ότι ο ενάγων ευθύνεται διότι μεταγενέστερα έλαβε γνώση του ότι επρόκειτο για ομόλογα και συνειδητά επέλεξε να τα κρατήσει, αφού. αυτό δεν αποδείχθηκε από οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, μόνη δε η ενημέρωση του για άλλα προϊόντα της πρώτης εναγομένης (ήτοι ΜΑΕΚ) στα οποία μπορούσε να μετατρέψει το προαναφερθέν προϊόν, πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε ότι συνέβη ειδικά και εμπεριστατωμένα και με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, αφού δεν αρκεί μόνο η αποστολή ενημερωτικών σημειωμάτων και με βάση τα προαναφερθέντα, δεν θα ήταν και λογικό να αφορά τον ενάγοντα, ή να συντελεί σε επιχείρημα για συνυπολογισμό οφέλους του από τη ζημία του, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτός πράγματι θα είχε όφελος, είτε πουλώντας το προϊόν που είχε στη δευτερογενή αγορά, είτε ανταλλάσσοντας το με άλλο. Σε κάθε δε περίπτωση, ο ενάγων δεν θα είχε λόγο να ενδιαφερθεί για όμοιες ενέργειες, αφού αυτός πίστευε ότι είχε ένα προϊόν όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης, που τον Ιούνιο του 2013 θα του απέδιδε σε κάθε περίπτωση όλο το κεφάλαια του, το οποίο ήταν εγγυημένο. Επίσης και ο ταυτόσημος ισχυρισμός της εναγομένης, ότι ο ενάγων είναι συνυπαίτιος στην επέλευση της ζημίας του, καθόσον παρέλειψε να αναζητήσει εξηγήσεις και να αναγνώσει έγγραφα, τα οποία υπέγραψε, ενώ δεν τυγχάνει άτομο με περιορισμένη πείρα στις συναλλαγές, γεγονός που τον καθιστά συνυπαίτιο στην επέλευση της ζημίας του και την άσκηση της υπό κρίση αγωγής του καταχρηστική, αν και νομικά βάσιμος (άρθρο 281 ΑΚ), ήταν απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται ανωτέρω, ο ενάγων, ως ιατρός, δεν είχε τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις, δεν διέθετε οποιασδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή εμπειρία που θα του επέτρεπε να επιλέγει ο ίδιος τις μορφές τοποθετήσεως του κεφαλαίου του, αφού η μοναδική προηγούμενη συνεργασία του με την εναγομένη ήταν η κατάθεση χρημάτων του σε προθεσμιακή κατάθεση. Έτσι πείστηκε στις ανωτέρω απατηλές διαβεβαιώσεις της υπαλλήλου της εναγομένης ..., η οποία είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του και δεν αναζήτησε περαιτέρω εξηγήσεις και δεν ανέγνωσε τα έγγραφα, που αυτή με πίεση τον ώθησε να υπογράψει, λέγοντας του ότι είναι η τελευταία ημέρα που μπορεί να αποκτήσει το (καινούργιο) επενδυτικό προϊόν, το οποίο ήταν απόλυτα ασφαλές και προσομοίαζε με προθεσμιακή κατάθεση. Εφόσον τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα αντίθετα παράπονα της εκκαλούσας, που προβάλλονται με τον πέμπτο λόγο της εφέσεως της, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα (Α.Π. 188/2015).

6.-Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 244/2016). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η εναγομένη, με τον έκτο λόγο της εφέσεώς της, επαναφέρει νομότυπα στο παρόν δικαστήριο, τον πρωτοδίκως προβαλλόμενο (επικουρικά) ισχυρισμό της (ένσταση), περί «συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους τόκων εισπραχθέντων εκ της επένδυσης στα MX 2013/2018 ποσού 93.146,68 ευρώ». Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, διότι ο τόκος που έλαβε ο ενάγων ως απόδοση των χρεογράφων είναι μεν κέρδος του από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην όμως το κέρδος αυτό προέρχεται όχι από την ζημία που υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου του, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του, στον ενάγοντα. Έτσι ο ενάγων δικαιούται να κρατήσει το σύνολο των εισπραχθέντων τόκων. Αλλωστε η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία του ενάγοντος, θα ήταν αντίθετη στις αρχές της καλής πίστεως, αφού ο τελευταίος τους έχει ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου του ή του μεγαλυτέρου μέρους της, αν είχε τη δυνατότητα να εξοφλήσει τα χρεόγραφα (ΑΠ 244/2016). Εφόσον τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απέρριψε ως νομικά αβάσιμο τον ανωτέρω ισχυρισμό της εναγομένης, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα αντίθετα παράπονα της εκκαλούσας, που προβάλλονται με τον έκτο λόγο της εφέσεώς της, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

7.-Σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις και τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου των 200 ευρώ, που κατέθεσε η εκκαλούσα, κατά την άσκηση της εφέσεως της, στο Δημόσιο Ταμείο.-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. -

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση από τυπική άποψη. -

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. -

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατέθεσε η εκκαλούσα κατά την άσκηση της εφέσεώς της, στο Δημόσιο Ταμείο.-

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας και τα προσδιορίζει σε δέκα τρεις χιλιάδες πενήντα (13.050) ευρώ.-

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στη Λάρισα, στις 7 Ιουνίου 2017 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στις 26 Ιουνίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<webtop:message key=
Πρόεδρος:     Αργυρώ Αρναούτη-Μπλέτσα
Δικηγόροι:     Μαρία Φερφέλη, Σπυρίδων Χατζής
Εισηγητές:     Νικόλαος Πουλάκης
Μέλη:     Σπυρίδων Μελάς
Λήμματα:     Ακυρώσιμη σύμβαση επενδυτικών προϊόντων ,Απάτη ,Προστηθείς τράπεζας ,Αδικοπραξία ,Στοιχεία ορισμένου αγωγής ,Αποζημίωση ,Προστασία καταναλωτή ,Ευθύνη παρέχοντος υπηρεσίες ,Παροχή επενδυτικών συμβουλών ,Ευθύνη τράπεζας ,Συντρέχον πταίσμα
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
     
Δημοσίευση:     ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ
           
ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ 

Error: com.opentext.basis.jdbc.BasisSQLException: The called method is invalid when there is no current row. (54270) (24000)
Α/Α      Νόμος     Αριθμός     Έτος     Αρθρο     Παράγραφος
1      «  ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ  »                 216     1
2      «  ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ  »                 930     3
3      «  ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ  »                 300     1
4      «  ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ  »                 914    
5      «  ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ  »                 298    
6      «  ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ  »                 297    
7      «  ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ  »                 288    
8      «  ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ  »                 198    
9      «  ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ  »                 197    

Η ιστοσελίδα αυτή είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας από μια ανεξάρτητη ομάδα ομολογιούχων της Τράπεζας Κύπρου που εν αγνοία τους από καταθέτες έγιναν, με παραπλάνηση, ομολογιούχοι-επενδυτές και τώρα μέτοχοι του ενός cent. Σκοπός της ιστοσελίδας είναι να συντονίσει τον αγώνα μας σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα.